Ο υπόγειος κόσμος του Λεβόν |
Νουνιά Γεραμιάν Τεύχος: Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2011
Ένα -διαφορετικό των άλλων- μουσείο λαξευμένο επί μια εικοσαετία, από έναν και μόνο άνθρωπο
Μια σειρά φωτισμένων στοών Από την αυλή ακόμα η τελλουρική ατμόσφαιρα έχει ως εξής: Κομμάτια πέτρας και διακοσμητικές λεκάνες κήπου με λουλούδια σχεδιασμένες με υδατογραφίες, κορνίζες γύρω από τις προσωπογραφίες του Λεβόν και της Τόσια. Μέσα στο σπίτι, σε ένα μακρύ ορθογώνιο χώρο βρίσκουμε αυτά τα οποία αντιπροσώπευαν τη ζωή και τον κόσμο του Λεβόν κατά τη διάρκεια περίπου μιας εικοσαετίας: τα εργαλεία του και κυρίως τις βαριές (βαριοπούλες), τα οποία σήμερα «αναπαύονται» κάτω από ένα τζάμι. Φωτογραφίες από τις επισκέψεις των τουριστών. Ένα -επιμελώς καδραρισμένο- άρθρο της εφημερίδας «Αγκός» αφιερωμένο στο υπόγειο έργο του οικοδεσπότη. Τα τρύπια του παπούτσια και τις μεταχειρισμένες τσόχινες μπότες του. Κατόπιν αρχίζει η κάθοδος με τα μακρυά καλοφτιαγμένα και συμμετρικά σκαλοπάτια. Η σειρά των φωτισμένων στοών και με έναν τόπο προσευχής σε μια από αυτές. «Οι νέοι έρχονται εδώ για να ανάψουν κεριά και αργότερα οι επιθυμίες τους πραγματοποιούνται» εξηγεί η Τόσια ξεναγώντας τον επισκέπτη. Δείχνει τη μακρυά καπνοδόχο από την οποία, ο Λεβόν, μέρα με τη μέρα, άδειαζε τα μπάζα.
Ένα Λευκό Φως κατεβαίνει από τον Ουρανό «Όλα άρχισαν όταν ζήτησα από το σύζυγό μου να σκάψει σ’αυτό ακριβώς το σημείο, στο μέρος όπου σήμερα βρίσκεται η σκάλα, ένα είδος κοιλότητας για να αποθηκεύω τις πατάτες». Βρισκόμαστε στο έτος 1985. Ο Λεβόν, δούλευε εποχικά στη Ρωσία όταν άρχισε να σκάβει την περίφημη κοιλότητα. Έκτοτε, δεν σταμάτησε πλέον προχωρώντας καθημερινά όλο και πιο βαθιά. Με διαβεβαίωσε ότι είχε δει ένα όραμα, ένα λευκό φως σαν να κατέβαινε από τον ουρανό, το οποίο τον πρόσταζε να σκάψει την πέτρα συνεχώς, καθημερινά χωρίς να ανησυχεί για τίποτε άλλο». Ο Λεβόν δεν έφυγε πλέον για να εργασθεί και από εκείνη τη στιγμή αφιερώθηκε σ’αυτό το σισύφειο και εκπληκτικό έργο, αναθέτοντας στη γυναίκα του Τόσια όλη την οικονομική ευθύνη της οικογένειας. Σκουπίζοντας τα δάκρυά της η χήρα, σήμερα δεν παραπονιέται πλέον. Βεβαίως, νευρίαζε συχνά με αυτό το περίεργο πάθος το εμπνευσμένο από το όραμα και στη συνέχεια από άλλα όνειρα. Αλλά στο κάτω-κάτω της γραφής, εξηγεί η Τόσια, είναι πεπεισμένη ότι ο άντρας της πραγματικά άκουγε τις φωνές και αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά σε μια «εξαίσια-θεία» εργασία.
Μια έλξη για τους τουρίστες Το πρώτο στρώμα των πετρών ήταν από βασάλτη, αλλά τα υπόλοιπα ήταν από πωρόλιθο και ο Λεβόν σκάλισε εκεί τις κολώνες, εδώ μια καπνοδόχο, σε ένα άλλο μέρος επιπλέον κόγχες, συμπληρώνοντας με μικρά θραύσματα πετρών και σχεδιάζοντας κάθε ένα από αυτά σαν σταθμούς, σε αυτή τη μακρά πορεία στο κέντρο της πέτρας την οποία λάξευσε και άνοιξε κατά τη διάρκεια όλων αυτών των ετών. «Φυσικά, οι θυγατέρες μου κι εγώ, αρκετές φορές του λέγαμε να σταματήσει, ότι ήταν τρελός, αλλά τελικά τον βοηθούσαμε να ανεβάζει τους κουβάδες με τα μπάζα χάρη σε ένα σύστημα που είχε κατασκευάσει με μια τροχαλία», λέει η σύζυγός του. Ο Λεβόν, ποτέ δεν χρησιμοποίησε μηχανή για να σκάψει το βράχο και η Τόσια δείχνει την τελευταία βαριά την οποία χρησιμοποίησε και της οποίας η λαβή είχε πλέον διαμορφωθεί από το αποτύπωμα του χεριού του Λεβόν. Οι τουρίστες, οι οποίοι έρχονται ως το κέντρο του χωριού, έλκονται από αυτό το παράξενο πέτρινο και υπόγειο δημιούργημα και τελικώς έκπληκτοι ομολογούν ότι είναι γοητευμένοι. Ένας μόνο άνθρωπος δημιούργησε με τη δύναμη των χεριών του αυτό το σύμπαν των αιθουσών και των στοών με πέτρες διαφορετικού μεγέθους, με διακοσμήσεις, με ανάγλυφα επί των «γενναιόδωρων» πορωδών μπεζ-ροζ πετρωμάτων κάτω από το κίτρινο ηλεκτρικό φως. Το κρύο, η υγρασία, η ιδιαίτερη μυρωδιά της πέτρας, πνίγει μόλις διαβεί κανείς τα πρώτα σκαλοπάτια. Οπωσδήποτε δεν είναι ένα μέρος για κλειστοφοβικούς. Η εξαίσια επένδυση του χώρου δεν είναι ένα μεταγενέστερο δημιούργημα όπως είχε διαβεβαιώσει ο ίδιος ο Λεβόν. «Συχνά μου έλεγε, όταν τον ρωτούσα πώς γνώριζε την κατεύθυνση στην οποία έπρεπε να σκάψει, ότι οι φωνές τις οποίες άκουγε του υποδείκνυαν ακόμα και μέτρο προς μέτρο», υπογραμμίζει η Τόσια. Μάλιστα, ο σκηνοθέτης Βικέν Τσαλνταριάν γύρισε εδώ την κινηματογραφική του ταινία «Ιέρεια». Ακόμα και αν η τρέλα του συζύγου της, του στοίχισε πολύ, σήμερα η Τόσια δείχνει υπερήφανη και ιδίως όταν ξεναγεί τους επισκέπτες. Και λόγω αυτής της αφοσιώσεως, στην αποσυναρμολόγηση της πέτρας και του συνεχούς σκαψίματος όλο και πιο βαθιά, τελικώς ανέδειξε αυτό το οποίο καλώς αναγνωρίζεται και αποκαλείται ως «ένα μουσείο». Αναμφίβολα, επαφίεται στον καθένα να κρίνει -αφού κάνει τη διαδρομή στις στοές- εάν αξίζει να ανάψει ένα κερί.
Τίποτα περισσότερο από έναν θεόληπτο Ο οικοδεσπότης Λεβόν, πέθανε το 2009 σε ηλικία 67 ετών, δεν βρίσκεται πλέον εκεί για να μιλά στους επισκέπτες, αλλά όλοι όσοι τον γνώρισαν επιβεβαιώνουν ότι δεν ήταν τίποτε άλλο από έναν Θεοφώτιστο. Ήταν ήρεμος, γλυκός, υπομονετικός αλλά βαθιά προσηλωμένος σ’αυτό το τρομερό έργο το οποίο διήρκησε δύο δεκαετίες, εργαζόμενος μερικές φορές ακόμα και 18 ώρες την ημέρα. Παραδόξως, υπογραμμίζει η Τόσια, όταν ο Λεβόν είδε το πρώτο όραμα το οποίο τον πρόσταξε να σκάψει, του είπε να μην φοβάται τις αρρώστιες. «Και πράγματι -λέει η Τόσια σκουπίζοντας τα μάτια της- ενώ έκανε κρύο και εργαζόταν κάτω από τις χειρότερες συνθήκες, δεν αρρώστησε ποτέ κατά τη διάρκεια των είκοσι αυτών ετών, ούτε και από μια άπλη γρίπη.
Πηγή: Nouvelles d’Armenie
|