Σουζάν Χαρνταλιάν Εκτύπωση

 

«Τα τα­τουάζ της για­γιάς»

δεν μπο­ρούν να α­πο­σιω­πη­θούν

για πά­ντα

 

Συ­νέ­ντευ­ξη: Έ­λε­να Κιουρ­κτσή

Oκτώβριός - Δεκέμβριός 2012 τεύχος 75

 

Το ντο­κι­μα­ντέρ «Τα τα­τουάζ της για­γιάς» (Grandma’s tattoos) έ­χει ως θέ­μα την ά­γνω­στη ι­στο­ρί­α ε­κα­το­ντά­δων κο­ρι­τσιών αρ­με­νι­κής κα­τα­γω­γής που, ε­ξα­να­γκά­στη­καν να γί­νουν «σύ­ζυ­γοι των Τούρ­κων και Κούρ­δων α­πα­γω­γέ­ων τους­. Ό­λες έ­φε­ραν ση­μά­δια σαν τα­τουάζ για να τις ξε­χω­ρί­ζουν. Έ­να α­πό αυ­τά τα κο­ρί­τσια ή­ταν και η Χα­νούμ, η για­γιά της σκη­νο­θέ­τη του φιλ­μ, Σου­ζάν Χαρ­ντα­λιάν. Τα Αρ­με­νι­κά συ­νά­ντη­σαν την Χαρ­ντα­λιάν κα­τά την ε­πί­σκε­ψή της στην Α­θή­να και μί­λη­σαν μα­ζί της για αυ­τή την ε­λε­ει­νή για το αν­θρώ­πι­νο εί­δος ι­στο­ρί­α.

 

Συ­να­ντη­θή­κα­με στον πε­ζό­δρο­μο της Ερ­μού με την Α­θή­να να έ­χει … φθι­νο­πω­ρι­νό πυ­ρε­τό α­πό τις υ­ψη­λές θερ­μο­κρα­σί­ες. Η πρώ­τη ε­ντύ­πω­ση ή­ταν ό­τι η Σου­ζάν Χαρ­ντα­λιάν δεν έ­χει «Σου­ηδο­ποι­η­θεί» ε­παρ­κώς α­πό τα τό­σα χρό­νια που ζει στη Στοκ­χόλ­μη , δια­τη­ρώ­ντας την α­με­σό­τη­τα της σφι­χτής χει­ραψί­ας. Το βα­σι­κό ε­ρώ­τη­μα που στρι­φο­γύ­ρι­ζε επί­μο­να στο μυα­λό μου και χω­ρίς πε­ρι­στρο­φές της υ­πέ­βα­λα, ή­ταν πό­σο δια­φο­ρε­τι­κή ή­ταν τε­λι­κά η για­γιά της η Χα­νούμ. «Πο­λύ δια­φο­ρε­τι­κή. Δεν ή­θε­λε να α­κου­μπά­ει κα­νέ­ναν, ού­τε και να την αγ­γί­ζει κα­νείς. Συ­νέ­χεια ξε­στό­μιζε κα­τά­ρες. Εί­χε πο­λύ αρ­νη­τι­κή αύ­ρα. Και αυ­τό για­τί εί­χε την ί­δια μοί­ρα με άλ­λα κο­ρί­τσια αρμενι­κής κα­τα­γω­γής που ε­ξα­να­γκά­στη­καν να γίνουν «νύ­φες» και μη­τέ­ρες παι­διών των Τούρ­κων και Κούρ­δων που τις εί­χαν για παλ­λα­κί­δες. Τις ση­μά­δευαν με τα­τουάζ στα χέ­ρια, το πρό­σω­πο και το σώ­μα τους ως έν­δει­ξη υ­πο­δού­λω­σης. Η για­γιά μου ή­ταν μό­λις 12 χρο­νών ό­ταν την αρ­πά­ξα­νε και την α­νά­γκα­σαν να ζή­σει ε­πί ε­φτά χρό­νια με έ­ναν ά­ντρα. Ό­σο τη θυ­μά­μαι φο­ρού­σε ά­σπρα γά­ντια. Για να μη μα­θευ­τεί το μυ­στι­κό της».

Πα­ρό­τι εί­χα­τε το βί­ω­μα, σχε­τι­κά πρό­σφα­τα α­ποφα­σί­σα­τε να γυ­ρί­σε­τε «Τα τα­τουάζ της για­γιάς». Υ­πήρ­ξε κά­ποιο άλ­λο έ­ναυ­σμα ή α­πλά έ­παι­ξε ρό­λο το πλή­ρω­μα του χρό­νου;

 

Η Γε­νο­κτο­νί­α των Αρ­με­νί­ων α­νέ­κα­θεν ή­ταν έ­να θέ­μα που με α­πα­σχο­λού­σε ό­λα αυ­τά τα χρό­νια και εί­χα προ­γραμ­μα­τί­σει κά­ποια στιγ­μή να α­να­φερ­θώ. Ή­δη εί­χα κά­νει φιλ­μ για τη Γε­νο­κτο­νί­α στη Ρουά­ντα και για ό­λα ό­σα συμ­βαί­νουν στη Πα­λαι­στί­νη, ο­πό­τε ας πού­με ό­τι ή­μουν πιο ώ­ριμη για να α­ντι­με­τω­πί­σω τις δυ­σκο­λί­ες αλ­λά και να α­ντα­πο­κρι­θώ στις α­παι­τήσεις σχε­τι­κά με το ο­λο­καύ­τω­μα της φυ­λής μας.

Έ­τσι και αλ­λιώς έ­χω στρα­τευ­τεί ε­νά­ντια στην «α­μνη­σί­α» για αυ­τό και ε­πι­διώ­κω να φέρ­νω στην ε­πι­φά­νεια ξε­χα­σμέ­να γε­γο­νό­τα, που α­φο­ρούν ό­λους μας, ανε­ξάρ­τη­τα α­πό που προ­ερ­χό­μα­στε. Ο κό­σμος ξε­χνά ό­ταν ε­μείς πρώ­τοι δεν θυ­μό­μα­στε.

 

Η σιω­πή προ­κα­λεί …α­μνη­σί­α;

 

Φαι­νο­με­νι­κά -και κυ­ρί­ως πα­ροδι­κά-, ναι. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα το να ε­πι­χει­ρού­με να κρύ­ψου­με ή να αλ­λοιώ­σουμε την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τό­σο στην κα­θη­με­ρι­νό­τητα μας αλ­λά και σε ευ­ρύ­τε­ρο ε­πί­πε­δο, ως πο­λί­τες αυ­τού του κό­σμου, α­πλά κά­νει τα πράγ­μα­τα πο­λύ χειρό­τε­ρα .

Άλ­λω­στε εί­ναι πο­λύ πιο λει­τουρ­γι­κό το να γνω­ρίζεις ώ­στε να μπο­ρείς να α­πο­φα­σί­ζεις α­πό το να α­γνο­είς ή να υ­πο­θέ­τεις.

 

Η σιω­πή των α­μνών

 

Πώς και έως τα 17 σας δεν γνω­ρί­ζατε τί­πο­τα για τη Γε­νο­κτο­νί­α των Αρμενίων;

 

Για πρώ­τη φο­ρά ά­κουσα για τη γε­νο­κτο­νί­α των Αρ­με­νί­ων στο σχο­λεί­ο. Οι γο­νείς μου πο­τέ δεν εί­χαν α­να­φερ­θεί ή πει κά­τι σχε­τι­κά, στην προ­σπά­θειά τους να αι­σθαν­θούν «φυ­σιο­λο­γι­κοί» και να μη μου με­τα­φέ­ρουν αυ­τό το βά­ρος. Μό­νο που ό­λοι σπί­τι μας ψι­θύ­ρι­ζαν το α­παγορευ­μέ­νο μυ­στι­κό, σαν να ή­θελαν να το μά­θω και την ί­δια στιγ­μή δεν μι­λού­σαν α­νοι­χτά για αυ­τό. Αυ­τή η λαν­θα­σμέ­νη προ­στα­τευ­τι­κή σιω­πή έ­φε­ρε το α­ντίθε­το α­πο­τέ­λε­σμα.

 

Με ποιους τρό­πους σας ε­πη­ρέ­α­σε αυ­τή η «α­πο­κά­λυ­ψη»;

 

Ή­ταν έ­να με­γά­λο, ε­πώ­δυ­νο πάζ­λ. Έ­πρε­πε μόνη μου να μά­θω την α­λή­θεια. Με­γα­λώ­νο­ντας συ­νέ­χι­σα να α­να­ζη­τώ στοι­χεί­α σε αρ­χεί­α διε­θνών οργα­νι­σμών για τη γε­νο­κτο­νί­α. Και τό­τε έ­πε­σα πά­νω σε φω­το­γρα­φί­ες γυ­ναι­κών που εί­χαν ση­μά­δια σαν τα­τουάζ στα πρό­σω­πα και τα σώ­μα­τά τους. Τό­τε σκέ­φτη­κα «Μα, ε­γώ τα ξέ­ρω αυ­τά τα ση­μά­δια, τα έ­χω δει μέ­σα στο σπί­τι μας, τα έ­χει η για­γιά». Έ­τσι γεν­νή­θη­κε και η ι­δέ­α του φιλ­μ. Εί­ναι μια α­κό­μη προ­σπά­θεια να α­να­σύ­ρω στην ε­πι­φά­νεια ι­στο­ρί­ες αν­θρώ­πων που κα­νείς δεν θα μπει στον κό­πο να μας τις δι­ηγη­θεί.

 

Τι α­πέ­γι­ναν τα κο­ρί­τσια με τα τατουάζ;

 

Δυ­στυ­χώς δεν υ­πήρ­ξαν προ­ϊ­όν μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κής φα­ντα­σί­ας ό­πως το «Το κο­ρί­τσι με το τα­τουάζ» του Στι­γκ Λάρ­σον. Πε­ρι­φρο­νή­θη­καν α­πό ό­λους και θε­ω­ρή­θη­καν μί­α­σμα.

Πολ­λές α­πό αυ­τές, κά­ποια χρό­νια με­τά ε­πι­στράφη­καν, αλ­λά ε­πει­δή το αρ­με­νι­κό πε­ρι­βάλ­λον τις α­πέρ­ρι­πτε, μην έ­χο­ντας άλ­λη ε­πι­λο­γή με­ρι­κές ε­πιχεί­ρη­σαν να γυ­ρί­σουν και πά­λι στους Τούρ­κους.

Άλ­λες προ­ω­θή­θη­καν σε χώ­ρες ό­πως στις Η­ΠΑ. Εί­ναι δε εν­δει­κτι­κό ό­τι κα­τά το 1924 σχε­δόν μα­ζι­κά οι πε­ρισ­σό­τε­ρες έ­κα­ναν στην Βη­ρυ­τό ε­πα­νόρ­θω­ση του παρ­θε­νι­κού τους υ­μέ­να. Ό­μως το πα­ρελ­θόν τους φαι­νό­ταν α­πό τα τα­τουάζ. Και κυ­ρί­ως ή­ταν κα­ταδι­κα­σμέ­νες κά­θε μέ­ρα της ζω­ής τους να βλέ­πουν αυ­τά τα ση­μά­δια πά­νω τους, ως διαρ­κή υ­πεν­θύ­μι­ση της φρί­κης τους. Με­ρι­κές έ­ρι­ξαν ο­ξύ για να τα ε­ξα­φα­νίσουν, πα­ρα­μορ­φώ­νο­ντας το πρό­σω­πο και το σώ­μα τους.

Ε­πει­δή τα τα­τουάζ ή­ταν τα­μπού, πό­σο εύ­κο­λο ή­ταν για τις α­νά­γκες του φιλ­μ, να πά­ρε­τε μαρ­τυ­ρί­ες από τους ε­πι­ζώ­ντες και τις οι­κο­γέ­νειες τους;

Κα­θό­λου εύ­κο­λο. Τα γυ­ρί­σμα­τα δι­ήρ­κε­σαν δυο χρό­νια σε Σου­η­δί­α, Λί­βα­νο, στις ό­χθες του Ευ­φρά­τη, στην πό­λη Ντερ Ζορ της Συ­ρί­ας, κα­θώς και τις Η­.Π.Α και μο­νί­μως ε­πι­κρα­τού­σε εί­τε σιω­πή εί­τε άρ­νη­ση. Μια γυναί­κα που συ­νά­ντη­σα στην πόλη Φρέ­σκο των Η­ΠΑ, πα­ρό­τι η μη­τέ­ρα της ή­ταν ση­μα­δε­μέ­νη με τα­τουάζ και την εί­χα δει, ε­πέ­με­νε πως έ­κα­να λά­θος και πως το φα­ντά­στη­κα. Ε­πι­πλέ­ον, η 98χρο­νη α­δελ­φή της για­γιάς μου, που ζού­σε κα­τά τη διάρ­κεια των γυ­ρι­σμά­των του ντοκι­μα­ντέρ έ­πρε­πε να βλέ­πα­τε πώς αρ­νούνταν τα γε­γο­νό­τα ε­πα­να­λαμ­βά­νο­ντας ε­ξορ­γι­σμέ­νη ό­τι « τα παι­διά παί­ζο­ντας έ­κα­ναν τα­τουάζ». Και η μη­τέ­ρα μου γνώ­ρι­ζε, αλ­λά δεν μι­λού­σε… Η ντρο­πή εί­χε τό­σο διεισ­δύ­σει στην ψυ­χο­σύν­θε­σή τους, ώ­στε α­κό­μη και δε­κα­ε­τί­ες με­τά προ­σπα­θού­σαν να κρύ­ψουν α­πό τις οι­κο­γέ­νειές τους αυ­τή την κτη­νω­δί­α. Μό­νο που με τη σιω­πή ή την άρ­νη­ση δεν ξορ­κί­ζου­με το κα­κό.

 

Το …κληρο­νο­μι­κό τραύ­μα

 

Πώς έ­χουν υ­πο­δε­χτεί το φιλ­μ στις διά­φο­ρες χώ­ρες που έ­χει προ­βλη­θεί ;

 

Έ­χω λά­βει ε­κα­το­ντά­δες e-mail και γράμ­μα­τα, α­κό­μα και α­πό τη Νό­τια Α­φρι­κή ή και την Ιν­δί­α ε­νώ σε κά­θε πρε­μιέ­ρα εμ­φα­νί­ζο­νται άτο­μα που μου λέ­νε «και ε­μείς εί­χα­με μέ­λος της οι­κο­γέ­νειας με τα­τουάζ». Η πιο συ­ντα­ρα­κτι­κή μαρ­τυ­ρί­α που δέ­χτη­κα ή­ταν η ι­στο­ρί­α μιας κο­πέ­λας που βιάστη­κε στην Α­με­ρι­κή και έ­τυ­χε η για­γιά της να εί­ναι ση­μα­δε­μέ­νη με τα­τουάζ. Η ά­πο­ψη του πε­ρι­βάλ­λο­ντός της ή­ταν ό­τι δεν ή­ταν τυ­χαί­ο αυ­τό που της συ­νέβη, ό­τι το… προ­κά­λε­σε α­φού και η για­γιά της εί­χε α­νά­λο­γη ε­μπει­ρί­α.

Φαί­νε­ται λοι­πόν ό­τι η βί­α και η ε­θνοκά­θαρ­ση που χρη­σι­μο­ποιού­νται ως πο­λε­μι­κές στρα­τη­γι­κές εί­ναι έ­νας πο­λύ α­πο­τε­λε­σμα­τι­κός τρό­πος να ε­ξο­ντώ­σεις τον α­ντί­πα­λο. Διότι τον νι­κάς «γε­νε­τι­κά», προ­κα­λώ­ντας τραύ­μα που στοι­χειώ­νει και τις ε­πό­με­νες γε­νιές.

 

Οι ται­νί­ες σας α­φο­ρούν κά­θε εί­δους συ­γκρού­σεις-πο­λέ­μους, εμ­φύ­λιους, γε­νο­κτο­νί­ες-ό­που κυ­ρί­αρ­χο ρό­λο έ­χουν οι γυναί­κες. Για ποιο λό­γο;

 

Η γυ­ναί­κα εί­ναι το πιο ευά­λω­το κομ­μά­τι των κοι­νω­νιών, ει­δι­κά όταν δεν έ­χει μόρ­φω­ση, οι­κο­νο­μι­κή α­νε­ξαρ­τη­σί­α ή α­νή­κει σε κά­ποια μειο­νό­τη­τα. Εί­ναι δε ε­ντυ­πω­σια­κό ό­τι, σε έ­ρευ­να που έ­χω κά­νει σε σχέ­ση με τις γε­νο­κτο­νί­ες και τις γυ­ναί­κες, α­να­φέ­ρο­νται οι α­πώ­λειες αλ­λά δεν υ­πάρ­χει κα­νέ­να γρα­πτό στοι­χεί­ο για τη σε­ξουα­λι­κή κα­κο­ποί­η­ση που υ­πέ­στη­σαν π.χ. οι Αρ­μέ­νι­σες, οι Ε­βραί­ες κλπ. Ε­κεί ξαφ­νι­κά τα στό­μα­τα σφρα­γί­ζουν, εξ αι­τί­ας της ντρο­πής που αι­σθά­νο­νται τό­σο τα θύμα­τα ό­σο και οι οι­κο­γέ­νειές τους. Μό­νο με α­φορ­μή τη γε­νο­κτο­νί­α στην Ρουά­ντα για πρώ­τη φο­ρά υ­πήρ­ξαν γρα­πτά ντο­κου­μέ­ντα, δη­λα­δή τα τε­λευ­ταί­α 15 με 20 χρό­νια. Πιο πριν, τί­πο­τα.

 

Στην κό­ρη σας, έ­χε­τε μι­λή­σει για τη για­γιά Χα­νούμ;

 

Ξέ­ρε­τε, τη για­γιά μου πο­τέ δεν την α­γά­πη­σα ούτε ε­κεί­νη ε­μέ­να. Ε­πί­σης ο πα­τέ­ρας μου -τον ο­ποί­ο γέν­νη­σε α­φό­του την ε­πι­στρέ­ψα­νε-, ή­ταν το ί­διο α­πό­μα­κρος και κα­θό­λου εκ­δη­λωτι­κός. Δεν τον εί­χε χα­ϊ­δέ­ψει ού­τε μια φο­ρά. Έ­χω μι­λή­σει στη κό­ρη μου και ξέ­ρει. Για­τί ό­σο ψί­θυ­ροι πα­ρα­μέ­νουν σε έ­να σπί­τι, θα γί­νουν κραυ­γές που θα μας κατα­πιούν.