Κούλης Αλέπης Εκτύπωση E-mail

Οβαννές Γαζαριάν

Αρμενικά Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2013 τεύχος 79

«Διε­ρω­τά­ται κα­νείς πώς η ποί­η­ση, ό­ντως τό­σο λί­γο α­πα­ραί­τη­τη στον κό­σμο, κα­τέ­χει τό­σο υ­ψη­λή βαθ­μί­δα α­νά­με­σα στις κα­λές τέ­χνες. Η ποί­η­ση είναι η μου­σι­κή της ψυ­χής και προ­πα­ντός ψυ­χών με­γά­λων και αι­σθα­ντικών»

Βολ­ταί­ρος

Μια τέ­τοια ψυ­χή με­γά­λη και αι­σθα­ντι­κή γεν­νιέ­ται το Σε­πτέμ­βρη του 1903 στην Α­ρε­ό­πο­λη (Τσί­μο­βα) της Λα­κω­νί­ας, ο Κυ­ριά­κος (Κού­λης) Α­λέ­πης, το έ­κτο παι­δί α­πό τα δώ­δε­κα που α­πέ­κτησαν η Φω­τει­νή και ο Θε­ό­δω­ρος Α­λέ­πης. Το 1905, ο πα­τέ­ρας του απο­φα­σί­ζει να με­τα­κο­μίσουν στο Γύθειο ό­που οι συν­θή­κες ζω­ής ήταν κα­λύ­τε­ρες. Ε­κεί έ­ζη­σε τα παι­δι­κά του χρό­νια ο Κυ­ριά­κος, τε­λειώ­νο­ντας το Δη­μο­τι­κό, το σχο­λαρχεί­ο και το γυ­μνά­σιο. Α­κο­λού­θως γρά­φε­ται στο πα­νε­πι­στή­μιο Α­θη­νών ο­λο­κληρώ­νο­ντας τη Νο­μι­κή και τη Φι­λο­σο­φι­κή. Το πρώ­το του ποί­η­μα δη­μο­σιεύε­ται στον «Κοι­νω­νι­κό Φά­ρο» το 1924. Στη συ­νέ­χεια, συ­νερ­γα­σί­α του φι­λο­ξε­νεί­ται στο «Σα­λό­νι» των Συ­μη­ριώ­τη και Τσου­κα­λά. Ε­πισή­μως κά­νει την εμ­φά­νι­σή του στην «Αν­θο­λο­γί­α Νε­ο­τέ­ρων ποι­ητών» της Μέ­λισ­σας.

Τον Κού­λη Α­λέ­πη και το ποι­η­τι­κό του τα­λέ­ντο πα­ρου­σί­α­σε το 1926 ο κο­ρυ­φαί­ος ποι­η­τής Κω­στής Πα­λα­μάς στο «Ε­λεύ­θε­ρο Βή­μα» ως ε­ξής:

«Ο ποι­η­τής Α­λέ­πης γεν­νή­θη­κε στο Γύ­θειο μα κα­τοι­κεί στων ποι­η­τών τα φεγ­γα­ρο­φώ­τι­στα πε­ρι­βό­λια που δεν έ­χουν πα­τρί­δες ή που εί­ναι πα­τρί­δα των ό­λων και α­γάλ­λε­ται με τα ό­νει­ρα του Α­πρί­λη».

Σε η­λι­κί­α 27 χρο­νών διο­ρί­ζε­ται στο Υ­πουργεί­ο Οι­κο­νο­μι­κών και τοπο­θε­τεί­ται στις οι­κο­νο­μι­κές υ­πη­ρε­σί­ες του Άρ­γους. Ε­κεί ε­ρω­τεύ­ε­ται μια κο­πέ­λα η ο­ποί­α με­τά α­πό λί­γο και­ρό προ­σβάλ­λεται α­πό φυ­μα­τί­ω­ση και ει­σά­γε­ται σε Σα­να­τό­ριο. Ε­κεί­νος την συ­ντρο­φεύ­ει κα­θη­με­ρι­νά μέ­χρι το μοι­ραί­ο τέ­λος. Τό­τε ε­μπνέ­ε­ται και γρά­φει την μπα­λά­ντα «Οι Φθη­σι­κοί στον Ή­λιο» ή αλ­λιώς «Μπα­λά­ντα των Φθη­σι­κών» που θε­ω­ρεί­ται το κο­ρυ­φαί­ο έρ­γο του και έ­να α­πό τα α­ρι­στουρ­γή­μα­τα της νεο­ελ­λη­νι­κής ποί­η­σης.

Το κο­ρί­τσι που χάθη­κε πρό­ω­ρα, το τραύ­μα, η θλίψη και ο α­νεκ­πλή­ρω­τος έ­ρω­τας θα τον κα­τα­τρέ­χει και θα ση­μα­δέ­ψει τη ζω­ή του ευαί­σθητου λυ­ρι­κού ποι­η­τή ε­μπο­δί­ζο­ντάς τον να σχε­τι­σθεί με άλ­λες γυ­ναί­κες μέ­χρι το τέ­λος της ζω­ής του.

«…Τον ί­διο, με συ­γκλό­νι­σε προ­σω­πι­κά

Έ­να αί­σθη­μα βα­θύ­τα­τα με­γά­λο

Που ό­μως δεν του μελ­λό­ταν να χα­ρεί

Κι ευ­τυ­χι­σμέ­νο τέ­λος.

Η ω­ραί­α ψυ­χού­λα πέ­τα­ξε α­κρι­βώς

Ό­ταν ω­ρί­μα­ζε ο γλυ­κός καρ­πός της ένω­σής μας…»

(«Το χρο­νικό της ζω­ής μου» 1963)

Το 1931 με­τα­τί­θε­ται στην Α­θή­να ό­που και κυ­κλο­φο­ρεί την πρώ­τη του ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή «Ε­ρη­μι­κοί Πε­ρί­πα­τοι» και δέ­χε­ται λί­αν ευ­με­νείς κρι­τι­κές α­πό πολ­λούς ομότεχνούς του, ό­πως τους Σ. Σκί­πη, Τέλ­λο Ά­γρα, Μιλ­τιά­δη Μα­λα­κά­ση κ.ά.

Το 1935, με­τά α­πό προ­τρο­πή του Κω­στή Πα­λα­μά να δια­βά­σει αρ­με­νι­κή ποί­η­ση (ο κο­ρυ­φαί­ος ποι­η­τής την ε­κτι­μού­σε ι­διαι­τέ­ρως και την εί­χε με­λετή­σει με­τά τη γνω­ρι­μί­α και θερ­μή φι­λί­α του με τον ποι­η­τή Ντι­κράν Γερ­γκάτ α­πό το 1896) με­λέ­τη­σε γαλ­λι­κές με­τα­φρά­σεις. Ενθου­σιά­στη­κε και θέ­λοντας να ε­ντρυ­φή­σει βα­θύ­τε­ρα σ’ αυ­τή, ε­πι­σκέ­πτε­ται τα γρα­φεί­α της αρ­με­νι­κής ε­φη­με­ρί­δας των Α­θη­νών «Νορ Ορ» με σκοπό να ζη­τή­σει βο­ή­θεια και ε­κεί συ­να­ντά το νε­α­ρό τό­τε δη­μο­σιο­γρά­φο και ποι­η­τή Βα­σκέν Ε­σα­γιάν. Η συ­νά­ντη­ση αυ­τή θα εί­ναι ση­μα­δια­κή και για τους δύ­ο, κα­θώς θα τους ο­δη­γή­σει σε μια με­γά­λη φι­λί­α που θα δια­τη­ρη­θεί, μέ­χρι το τέ­λος της ζω­ής του. Στις συ­να­ντή­σεις τους ο Βα­σκέν τον προ­τρέ­πει να μά­θει Αρ­με­νι­κά και να με­τα­φρά­σει αρ­με­νι­κή ποί­η­ση στα Ελ­λη­νι­κά. Η ι­δέ­α εν­θου­σιά­ζει τον Α­λέ­πη ο ο­ποί­ος ρί­χνε­ται με πραγ­μα­τι­κό ζή­λο στην εκ­μά­θη­ση της γλώσ­σας και κα­θώς εί­χε έ­φε­ση στις ξέ­νες γλώσ­σες (ο­μι­λεί ή­δη την Λα­τι­νι­κή, Ι­τα­λι­κή, Γαλ­λι­κή και Γερ­μα­νική) σύ­ντομα την μα­θαί­νει. Α­πο­τέ­λε­σμα της προ­σπά­θειάς του εί­ναι οι πε­ρί­φη­μες με­τα­φρά­σεις έρ­γων των σύγ­χρο­νων αρμε­νί­ων ποι­η­τών, που α­πο­τέ­λε­σαν την πα­σί­γνω­στη αν­θο­λο­γί­α του με τί­τλο «Αρ­με­νι­κή Μού­σα», προ­σφέ­ρο­ντας έ­τσι στην ελ­λη­νι­κή κοινω­νί­α μια α­πο­κα­λυ­πτι­κή ερ­γα­σί­α για την ά­γνω­στη μέ­χρι τό­τε λυ­ρι­κή ποί­η­ση των Αρ­με­νί­ων. Οι κρι­τι­κές ήταν δι­θυ­ραμ­βι­κές και το εν­δια­φέ­ρον τό­σο μεγά­λο που α­νά­γκα­σε τον Α­λέ­πη να προ­βεί πέ­ραν της πρώ­της έκ­δο­σης το 1938 σε άλ­λες δύ­ο ε­πα­νεκ­δό­σεις, το 1939 και το 1957. Η αρ­με­νι­κή κοι­νό­τη­τα των Α­θη­νών θέ­λο­ντας να δεί­ξει την ευ­γνω­μο­σύ­νη της, τί­μη­σε τον ποι­η­τή σε ει­δική τε­λε­τή το 1939. Να ση­μειώ­σου­με ό­τι ο Βα­σκέν Γε­σα­γιάν ε­μπνευ­σμένος α­πό την ερ­γα­σί­α του φί­λου του, το 1949 προ­έ­βη στην έκ­δο­ση αν­θο­λο­γί­ας ελλή­νων ποι­η­τών με­τα­φρα­σμένων στα Αρ­με­νι­κά με τον τί­τλο «Ε­λε­να­γκάν Κνάρ» (Ελ­λη­νι­κή Λύ­ρα).

Ο Κού­λης Α­λέ­πης μα­ζί με τον Βα­σκέν σύ­χνα­ζαν στην «πα­ρα­γκού­πο­λη» του Δουρ­γου­τί­ου ό­που σε αρ­μενι­κά κα­φε­νε­δά­κια μι­λού­σαν ώ­ρες α­τε­λεί­ω­τες για ποί­η­ση και λο­γο­τε­χνί­α πί­νο­ντας ού­ζο και δο­κι­μά­ζο­ντας αρμε­νι­κούς με­ζέ­δες. Σ’ αυ­τές τις συ­να­ντή­σεις τους συ­ντρό­φευε πολ­λές φο­ρές ο κοι­νός φί­λος και έ­τε­ρος με­γά­λος φι­λαρ­μέ­νιος ποι­η­τής Νι­κη­φό­ρος Βρετ­τά­κος. Ο Α­λέ­πης έ­να χρό­νο πριν την «Αρ­με­νι­κή Μούσα» κυ­κλο­φό­ρη­σε την ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή «DE PROFUNDIS», στην ο­ποί­α δια­φαί­νε­ται κα­θα­ρά ο α­πραγ­μα­τοποί­η­τος πό­θος του ποι­η­τή να γευ­τεί τις χα­ρές της ζω­ής, τις ο­ποίες οι συ­νε­χείς θά­να­τοι των δι­κών του αν­θρώ­πων του στέ­ρη­σαν και που σ’ ό­λες τις ποι­η­τι­κές του συλ­λο­γές δεν μπο­ρεί να κρύ­ψει. Το 1948 αρ­ρω­σταί­νει σο­βα­ρά α­πό υ­γρά πλευ­ρίτι­δα που με­τα­τρέ­πε­ται σε βρογ­χο­πνευ­μο­νί­α και νο­ση­λεύ­ε­ται ε­πί τρεις μή­νες στον Ε­ρυ­θρό Σταυ­ρό, με­τα­ξύ ζω­ής και θα­νά­του. Μό­λις α­ναρ­ρώ­νει κυ­κλο­φο­ρεί τη νέ­α του ποι­η­τική συλ­λο­γή «Στον ί­σκιο της α­γά­πης», ό­που στο ποί­η­μα «Νο­σο­κο­μεί­ο Ε­ρυ­θρός Σταυ­ρός» πε­ρι­γρά­φει την α­γω­νί­α του α­πό τη φρί­κη της αρ­ρώ­στιας.

Το 1953 με­τα­φρά­ζει τη λυ­ρι­κή σύν­θε­ση του Σίλ­βιο Νο­νά­ρο «Η μη­τέ­ρα του Χρι­στού», που α­να­φέ­ρε­ται στη ζω­ή της Πα­να­γί­ας και τι­μά­ται α­πό το Ιτα­λι­κό Ιν­στι­τού­το Τε­χνών και Γραμ­μά­των. Συ­νεχί­ζο­ντας το έρ­γο του, το 1959 παρου­σιά­ζει τη νέ­α του ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή «Χρυ­σές μνή­μες», έ­νας φό­ρος τι­μής στη φι­λί­α αλ­λά και μνήμες που πλημ­μυ­ρί­ζουν την καρ­διά και την ψυ­χή του μο­να­χι­κού ποι­η­τή που θα πλη­γω­θεί, θα πο­νέ­σει, θα προ­δο­θεί και θα υ­ιο­θε­τή­σει ως στά­ση ζω­ής την α­πομό­νω­ση, βρίσκο­ντας κα­τα­φύ­γιο στο γρά­ψι­μο και στα βι­βλί­α. Το 1961 πα­ρου­σιά­ζει τα «Ει­κο­σιτέσ­σε­ρα Σο­νέ­τα» της γαλ­λί­δας ποι­ή­τριας του 16ου αιώ­να Λου­ίζ Λα­μπέ που θεω­ρή­θη­καν ε­ξαι­ρε­τι­κές δη­μιουρ­γί­ες και βρα­βεύ­τη­καν α­πό τη Γαλ­λι­κή Α­κα­δη­μί­α.

Το 1963 κυ­κλο­φο­ρεί την ποι­η­τι­κή αυ­το­βιογρα­φί­α «Το χρο­νι­κό της ζω­ής μου», έ­να πρω­τό­τυπο γε­μάτο α­πό παι­δι­κές α­να­μνή­σεις, τρυ­φε­ρότη­τα, αί­σθη­ση ει­λι­κρί­νειας, α­πλό­τη­τα και κα­λο­σύνη έρ­γο. Την ί­δια χρονιά, ο α­κα­δη­μα­ϊ­κός Πα­να­γιώ­της Κα­νελ­λό­που­λος, σε διά­λε­ξή του πε­ρί της νε­ο­ελ­λη­νι­κής τέ­χνης και ποί­ησης, α­να­φέ­ρει τον Α­λέ­πη ως τον λυ­ρι­κό­τε­ρο εκ των νέ­ων Ελ­λή­νων ποι­η­τών. Οι τε­λευ­ταί­ες ερ­γα­σί­ες του εί­ναι το βι­βλί­ο «Άν­θη α­πό κή­πους ξέ­νους» του 1964, στο ο­ποί­ο συ­γκε­ντρώ­νει ό­λα τα με­τα­φρα­σμέ­να ποι­ήμα­τα και η συλ­λο­γή «Ποι­ή­μα­τα 1931-1968» του 1968, στο ο­ποί­ο συ­γκε­ντρώ­νει ό­λα τα δι­κά του. Τη δε­κα­ε­τί­α του ’70 α­να­βιώ­νει η πα­λιά του α­γά­πη για τη ζω­γρα­φι­κή, με την ο­ποί­α εί­χε α­σχο­λη­θεί σε πο­λύ νε­α­ρή η­λι­κί­α και αρ­χί­ζει να ζω­γρα­φί­ζει, λαμ­βά­νο­ντας μέ­ρος σε εκ­θέ­σεις ό­που α­πο­σπά ευ­με­νέ­στα­τες κρι­τι­κές. Το ζω­γρα­φι­κό του έργο, ά­νω των 40 πι­νά­κων με θέ­μα­τα παρ­μέ­να α­πό τη φύ­ση, εί­ναι σε πλή­ρη αρμο­νί­α με τον γρα­πτό και έμ­με­τρο λό­γο του. Το 1983 α­πο­τρα­βιέ­ται σε έ­να η­συ­χα­στή­ριο η­λι­κιω­μέ­νων ό­που τον Αύ­γου­στο του ι­δί­ου έ­τους φεύ­γει ή­ρε­μα για το τε­λευ­ταί­ο με­γά­λο τα­ξί­δι, τη στιγ­μή που το καλο­καί­ρι εί­χε μπει για τα κα­λά, θυ­μί­ζο­ντας την α­που­σί­α του μέ­σα από τους ί­διους τους στί­χους του:

Κα­λο­καί­ρι σι­μώ­νει

Χει­μώ­νας ξα­νά

ξη­με­ρώ­νει σου­ρου­πώ­νει

αλ­λά Ε­σύ Που­θε­νά.

Share
 

Για να εξασφαλίσουμε τη σωστή λειτουργία του ιστότοπου, μερικές φορές τοποθετούμε μικρά αρχεία δεδομένων στον υπολογιστή σας, τα λεγόμενα «cookies». Οι περισσότεροι μεγάλοι ιστότοποι κάνουν το ίδιο. Περισσότερα...

"Δέχομαι"


ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΒΙΒΛΙΩΝ


διαφήμιση στο αρμενικά

armenian community

Online Επισκέπτες

Έχουμε 8 επισκέπτες συνδεδεμένους