Η σφαγή στο αρμενικό χωριό Χορενία του Τζαβάχκ το 1918* Εκτύπωση E-mail

horenia

Δρ. Ελευθέριος Π. Αλεξάκης, εθνολόγος
Δεκέμβριος 2018- Φεβρουάριος 2019, τεύχος 99

Η αρμενική μειονοτική επαρχία Τζαβάχκ βρίσκεται στη Nότια Γεωργία. Τους περασμένους αιώνες, οι κάτοικοί της ήταν κατά πλειοψηφία Αρμένιοι διαφόρων δογμάτων (αποστολικοί, καθολικοί και ορθόδοξοι) και σε μικρό αριθμό Γεωργιανοί.
Η επαρχία Τζαβάχκ αναφέρεται για πρώτη φορά από τους Χετταίους στις εκστρατείες τους κατά του κράτους Χαγιάσα ΄Αζι με το όνομα Ζαμπάχα, ενώ αργότερα με το ίδιο όνομα υπήρχε επαρχία στο βασίλειο των Ουραρντού. Το όνομα ετυμολογείται από τη λέξη Σαμπάγ (νερό). Η αρμενική αυτή περιοχή χαρακτηρίζεται από τους Αρμένιους ως η «Τρίτη Αρμενία», μετά την κυρίως Αρμενία και το Αρτσάχ (Ναγκόρνο Καραμπάχ).
Το Τζαβάχκ έχει σήμερα γύρω στους 100 οικισμούς και 100.000 περίπου κατοίκους, από τους οποίους το 95% είναι Αρμένιοι και το 5% Γεωργιανοί.
Το γεωργιανό κράτος, σε μια προσπάθεια αλλοίωσης του πληθυσμού, ενοποίησε την αρμενική αυτή επαρχία με μια γειτονική, κατά πλειοψηφία κατοικούμενη από Γεωργιανούς, και την ονόμασε Σάμτσκε-Ζαβαχέτι. Παράλληλα, έκανε ενέργειες για να επαναφέρει στην περιοχή μέρος από τους 300.000 Τούρκους της φυλής Μεσκέτι, οι οποίοι είχαν εκτοπιστεί στην Κεντρική Ασία το 1940 από τον Στάλιν λόγω του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Αυτή η ενέργεια βρίσκει απόλυτα αντίθετους τους Αρμένιους του Τζαβάχκ, δεδομένης και της ευαισθησίας τους απέναντι στους Τούρκους, στάση που θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη από τη γεωργιανή κυβέρνηση. Πρόσφατα, σε μια προσπάθεια άμβλυνσης των μειονοτικών προβλημάτων της περιοχής, επισκέφτηκε επίσημα την επαρχία ο πρωθυπουργός της Αρμενίας Νιγκόλ Πασινιάν.
Ειδικότερα, το χωριό Χορενία βρίσκεται στην αριστερή πλευρά του κεντρικού δρόμου Αχαλκαλάκ-Νινοτζμίντα, στη δεξιά όχθη του ποταμού Παρβανά, 7 χλμ. Ν.Α. του Αχαλκαλάκ (πρωτεύουσας της επαρχίας), σε ευθεία γραμμή και σε υψόμετρο μεταξύ 1780-1800 μ. από την επιφάνεια της θάλασσας. Το όνομα Χορενία είναι αρμενικής προέλευσης, πιθανόν από την αρμενική λέξη «χοράν» (Άγιο Βήμα, βωμός, ιερός τόπος).
Το 1595 το αποκλειστικά από Αρμένιους κατοικούμενο χωριό Χορενία είχε πληθυσμό 28 σπίτια και πλήρωνε φόρο 20.000 άσπρα ή ακτσέδες (αργυρά νομίσματα) στο κρατικό θησαυροφυλάκιο. Σύμφωνα με το οθωμανικό φορολογικό τεφτέρι, που αναφέρει το χωριό με το όνομα Μετζ Χορενία (Μεγάλη Χορενία), το ίδιο έτος, ανάμεσα στους κατοίκους ήταν οι αδελφοί Κρικόρ και Μοβσές, οι γιοι του Τσαϊτμάζ, οι γιοι του Κρικόρ, Σαργκίς και Σαχάκ, οι αδελφοί Γκουράσπ και Χατσατούρ και μερικοί άλλοι, όπως ο ιερέας Χακόμπ, που υπηρετούσε ως πνευματικός ποιμένας στην τοπική κοινότητα. Στον ίδιο κατάλογο γίνεται αναφορά στον οικισμό Ποκρ Χορενία (Μικρή Χορενία), που είχε μόνο 3 σπίτια και πλήρωνε 7.550 άσπρα στο κράτος.
Κατά τη διάρκεια του πρώτου τετάρτου του 18ου αιώνα -μια περίοδο που χαρακτηρίζεται από την ιδιαίτερη σκληρότητα των Οθωμανών κατακτητών, η Μετζ Χορενία διοικείτο από μουσουλμάνους μικροαξιωματούχους (αγάδες). Τις ημέρες του κοινοτικού αξιωματούχου Γιουσούπ, δηλαδή μεταξύ 1709-1710, η Χορενία, που σύμφωνα με μια άλλη ιστορική πηγή είχε το ίδιο όνομα, πλήρωνε φόρο 11.300 άσπρα. Υπό τη διοίκηση του κοινοτικού μουσουλμάνου αξιωματούχου Χασάν, που διήρκεσε από το 1721 ως 1722, ο φόρος μειώθηκε σε 2.550 άσπρα.
Το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, το χωριό ανήκε στον γαιοκτήμονα Γκερχιαμαλόβ, έναν Αρμένιο καθολικό από την Αχαλτάσκα.
Η τουρκική εισβολή του 1918 υπήρξε τόσο καταστροφική και τραγική για τη Χορενία, ώστε οι λεπτομέρειες εκείνων των επώδυνων ημερών να είναι μέχρι σήμερα αποτυπωμένες στη μνήμη των ντόπιων κατοίκων.
Το 1978, οι Αρμένιοι της Χορενίας ανέγειραν δύο μνημεία στο χωριό τους, το ένα αφιερωμένο στους άνδρες και το άλλο στις γυναίκες που έπεσαν θύματα της βαρβαρότητας των Τούρκων ληστών.
Παρακάτω εκτίθενται σε μετάφραση από τα αρμενικά οι χαραγμένες επιγραφές στα δύο μνημεία και στον τοίχο που τα περικλείει:
1η επιγραφή: «1917-1918. Κατά τη διάρκεια του αρμενο-τουρκικού πολέμου, την 1η Μαϊου 1918, [ο λαός] του Αχ[ε]ρκαλάκ αναγκάστηκε να μεταφερθεί στην Τσάλκα. Οι κάτοικοι της Χορενίας ανέβηκαν στους ορεινούς καταυλισμούς [που βρίσκονταν] πάνω από τη Λίμνη Παρβάν[α]… Το χωριό μας χωρίστηκε σε δύο μέρη, ο άλλος ορεινός καταυλισμός περιελάμβανε 18 σπίτια. Οι περισσότεροι κάτοικοι, 700 στον αριθμό, επέστρεψαν στο χωριό… Άνδρες... Γυναίκες... Φονεύθηκαν στα σπίτια. Λάξευσα την [ταφική] πλάκα μου. Οι Βαλόντ Σ.Σ., Αγκόπ Χ.Φ., Βανίκ, Γ.Γ., Βαχό Κ.Λ., Σλαβίκ Μ. Γκ. με βοήθησαν στο κτίσιμο. Το 1978, ο Σιμίκ ανύψωσε έναν τοίχο 35 μ.
Μνημείο 1ο: «Στις 19 Μαΐου 1918, οι Τούρκοι αιχμαλώτισαν τα όμορφα κορίτσια και τις νύφες του χωριού μας Χ[ορενία]. Οι άλλες γυναίκες εκτελέστηκαν σε ένα κτίριο: η θεία μου Σαντό, οι γιαγιάδες μου Άνα [και] Μακό. Ας τις συγχωρέσει ο Θεός. Μνημείο που αναγέρθηκε στη μνήμη των 700 θυμάτων… Ο μάστορας Σιμίκ έγραψε αυτά».
Μνημείο 2ο: «Στις 19 Μαΐου 1918 οι Τούρκοι εξόντωσαν [τους κατοίκους] του χωριού Χορενία. Εξήντα χρόνια έχουν περάσει από εκείνες τις ημέρες. Είμαι ο Σιμίκ, ο γιος του Χοσρό από την οικογένεια του Γκοκόρ. Είδα ένα όνειρο, αλλά το αγνόησα.. Ακόμα μια φορά είδα ένα τρομερό όνειρο. Είδα την Υπεραγία Παρθένο Μαρία, [η οποία μου είπε] να ανεγείρω ένα πέτρινο [μνημείο] για τα 700 αθώα θύματα. Ας προσευχηθούμε για τα 700 αθώα θύματα και ας προσευχηθούμε και γι’ αυτούς που συμμετείχαν στην κατασκευή αυτών των μνημείων, που έχουν γίνει τόπος προσκυνήματος. Οι άνδρες έκτισαν έναν πέτρινο τοίχο 27 μέτρων γύρω από το μνημείο… Στη μνήμη του Αρμέν, Σιμίκ, και Γκαλό, τους γιους του Χοσρό από την οικογένεια του Γκοκόρ».
Οι διηγήσεις της σφαγής στη Χορενία πέρασαν από γενιά σε γενιά, και είναι ακόμα ζωντανές στη μνήμη του ντόπιου πληθυσμού.
Παρακάτω αναφέρεται ένα επεισόδιο από εκείνες τις ημέρες:
«Σχηματίζοντας καραβάνια από άμαξες, οι κάτοικοι της Χορενίας [εγκατέλειψαν το χωριό], διανύοντας 30 χλμ. μέχρι να φθάσουν στους καταυλισμούς του βουνού τους ανατολικά του όρους Αμπούλ.
Δύο ημέρες αργότερα, μερικοί Τούρκοι κατάσκοποι, μεταμφιεσμένοι σε «φίλους», πήγαν εκεί και τους διαβεβαίωσαν ότι ο ιερέας της εκκλησίας του χωριού επισκέφθηκε τον πασά και έλαβε την εγγύηση ότι οι Τούρκοι στρατιώτες θα συμπεριφερθούν στον πληθυσμό όπως συμπεριφέρθηκαν στους καθολικούς Αρμενίους στα γειτονικά χωριά Τόρια, Ουτσμάνα και Χεστία.
Οι παραξενεμένοι χωρικοί πίστεψαν αυτά τα καλά νέα, αλλά μερικοί από αυτούς, και μεταξύ τους οι οικογένειες του Γκοκόρ, του Τατό και του Τονό (γύρω στα δεκαπέντε σπίτια) δεν άλλαξαν γνώμη και μετακινήθηκαν στην Τσάλκα. Οι υπόλοιποι συμπατριώτες τους, περίπου 800 άτομα, επέστρεψαν στη Χορενία, όπου πληροφορήθηκαν ότι ο ιερέας δεν είχε πάει καν στον Τούρκο πασά για εγγυήσεις, αλλά αντίθετα οι Τούρκοι τον είχαν σκοτώσει όταν προσπαθούσε να διαφύγει.
Φθάνοντας στη Χορενία, περικυκλώθηκαν από τους Τούρκους στρατιώτες. Δύο ημέρες αργότερα, τους συγκέντρωσαν στο λιβάδι κοντά στο ποτάμι Ταπαρβάν, με την πρόφαση ότι θα κάνουν απογραφή- οι άνδρες ξεχωρίστηκαν και μεταφέρθηκαν στο στάβλο του Ματός Σαχινιάν με φρουρά από τους σφαγείς και κλειδώθηκαν εκεί. Ως προς τις γυναίκες, οι Τούρκοι διάλεξαν τις πιο όμορφες απ’ αυτές και τις υπόλοιπες τις κλείδωσαν σε έναν άλλο στάβλο μαζί με τα παιδιά.
Ήταν μια σκοτεινή νύχτα. Οι τούρκοι στρατιώτες κοιμούνταν σε ένα από τα διπλανά σπίτια, όταν οι γυναίκες άρχισαν να καταστρέφουν τα τοιχώματα του στάβλου με τα νύχια τους και μπόρεσαν να κάνουν εκεί ένα άνοιγμα με μεγάλη δυσκολία. Την αυγή αυτές διέφυγαν απ’ αυτό το άνοιγμα με κατεύθυνση προς το φαράγγι. Πολλές απ’ αυτές έπεσαν στα βαθιά νερά του ποταμού και πνίγηκαν, άλλες πυροβολήθηκαν και φονεύθηκαν κατά την απόδραση. Μόνο δύο γυναίκες σώθηκαν, η Σανάμ Βαρντανιάν και η Τζοβινάρ Σερομπιάν. Νωρίς το πρωί της 20ής Μαΐου 1918, οι Τούρκοι σφαγείς μαζεύτηκαν, ανέβηκαν πάνω στις χωματένιες στέγες των στάβλων, άνοιξαν στενές τρύπες σ’ αυτές με αξίνες και έβαλαν φωτιά στους ανθρώπους που ήταν μέσα. Τα απελπιστικά κλάματα των αβοήθητων παιδιών, οι συνεχείς κραυγές των γυναικών, οι παρακλήσεις των γερόντων και τα σφυρίγματα των σφαιρών [ανακατεύτηκαν μαζί]. Ήταν μια σκηνή κόλασης.
Οι οικογένειες Αμπγκαριάν, Ατζουλιάν, Μπανταλιάν, Ζανταριάν, Μιχεριάν και Κρικιάν κατασφάγηκαν όλες, χωρίς να σωθεί ούτε ένας. Ως προς τους Ασατριάν, Αρακελιάν, Χατσατριάν, Σαργκισιάν, Σερομπιάν, Τερ–Βαρντανιάν (από την οικογένεια του Οχάν) και Φιντανιάν, μόνο αυτοί σώθηκαν, επειδή ήταν τότε στο στρατό ή βρίσκονταν μακριά από το χωριό αυτόν τον καιρό».
Κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Χορενία έστειλε στο μέτωπο 119 άνδρες, από τους οποίους οι 46 δεν επέστρεψαν στις οικογένειές τους.
Οι σημερινοί κάτοικοι του χωριού είναι οι απόγονοι των επανεγκατασταθέντων, Αρμενίων που ήρθαν από το Καρίν (επαρχία Καρίν, Ερζερούμ) και Αρταχάν (διοίκηση Καρς), περιοχών της Δυτικής Αρμενίας.
Στην Χορενία βρίσκουμε την εκκλησία του Γερεβμάν Σουρπ Χατς (η Εμφάνιση του Τιμίου Σταυρού), που είναι γνωστή και με την ονομασία Σουρπ Χοβανές Καραμπέτ (Άγιος Ιωάννης Πρόδρομος). Χρονολογείται το 10-11ο αιώνα και αρχικά ανήκε στο βυζαντινό (ορθόδοξο) δόγμα. Το 1830, οι Αρμένιοι από το Καρίν επισκεύασαν το ναό, που άρχισε να λειτουργεί με το όνομα Σουρπ Χοβανές Καραμπέτ.
Από το 1850, αρχειακές πηγές κάνουν μνεία του ναού με το όνομα Γερεβμάν Σουρπ Χατς. Αυτό σημαίνει ότι είχε γίνει ακόμα μια φορά επισκευή, μεταξύ του 1830 και του 1850, και επομένως είχε εκ νέου καθαγιασθεί. Η εκκλησία λειτουργούσε μέχρι τα πρώτα χρόνια του σοβιετικού καθεστώτος. Συνεχόμενος, κολλητός στα νότια είναι ένας ακόμα ναΐσκος της ίδιας περιόδου.

*Επεξεργασμένο και συμπληρωμένο απόσπασμα από το βιβλίο του Σαμβέλ Καραπετιάν «Τζαβάχκ», σελ. 251-256.

Share
 

Για να εξασφαλίσουμε τη σωστή λειτουργία του ιστότοπου, μερικές φορές τοποθετούμε μικρά αρχεία δεδομένων στον υπολογιστή σας, τα λεγόμενα «cookies». Οι περισσότεροι μεγάλοι ιστότοποι κάνουν το ίδιο. Περισσότερα...

"Δέχομαι"


ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΒΙΒΛΙΩΝ


διαφήμιση στο αρμενικά

armenian community

Online Επισκέπτες

Έχουμε 4 επισκέπτες συνδεδεμένους