Σμύρνη, η γενέτειρα του αρμενικού ποδοσφαίρου Εκτύπωση


Μά­ικ Τσι­λι­γκι­ριάν

Απρίλιος-Ιούνιος 2012 Τεύχος 73

 


Ε­νε­νή­ντα χρό­νια συ­μπλη­ρώθη­καν α­πό την κα­τα­στρο­φή της Σμύρ­νης και την εκ­δί­ω­ξη ο­λό­κλη­ρου του χρι­στια­νι­κού πλη­θυ­σμού της. Ή­ταν 13 Σε­πτεμ­βρί­ου του 1922 ό­ταν η πό­λη «έ­σβη­σε» κυ­ριολε­κτι­κά α­πό τη με­γά­λη πυρ­κα­γιά που την ι­σο­πέ­δω­σε. Ω­στό­σο, στη Σμύρ­νη του 19ου αιώ­να το ε­μπό­ριο αν­θού­σε κα­θώς α­πο­τε­λού­σε το με­γα­λύ­τε­ρο λι­μά­νι της ανα­το­λι­κής Με­σο­γεί­ου, ό­πως και ο πο­λι­τι­σμός μια και ο πλη­θυ­σμός της α­πο­τελού­νταν α­πό έ­να μω­σα­ϊ­κό ε­θνο­τή­των με δια­φο­ρε­τι­κές κουλ­τού­ρες. Εύ­λο­γα λοιπόν, σ’ αυ­τήν την πό­λη α­να­πτύ­χθη­καν ό­λες οι α­ντι­λή­ψεις και οι ι­δέ­ες που έφτα­ναν α­πό την Ευ­ρώ­πη. 

Ο α­θλη­τι­σμός στα σχο­λεί­α


Η ει­σα­γω­γή του α­θλη­τι­σμού στην παι­δεί­α και ο ρό­λος του στη σω­μα­τική και ψυ­χι­κή υ­γεί­α των νέ­ων, ε­κεί­νη την ε­πο­χή, ή­ταν κά­τι ά­γνω­στο κα­θώς ή­ταν α­πα­γο­ρευ­μέ­νη α­πό το σουλ­τά­νο η σύ­στα­ση α­θλη­τι­κών συλ­λό­γων, η γυ­μνα­στική στα σχο­λεί­α αλ­λά και η προ­σω­πι­κή ά­θλη­ση δη­μο­σί­ως.

Στα τέ­λη του 19ου αιώ­να η οι­κο­νο­μι­κή δυ­να­μι­κή που α­να­πτύ­χθη­κε στα με­γά­λα αστι­κά κέ­ντρα και η υ­ιο­θέ­τη­ση νέ­ων α­ντι­λή­ψε­ων συ­νέ­βα­λαν στο να ει­σα­χθεί το μά­θη­μα της γυ­μνα­στι­κής στα Α­με­ρι­κα­νι­κά και Γαλ­λι­κά σχο­λεί­α, κα­τά κύ­ριο λό­γο στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη και τη Σμύρ­νη. Στη συ­ντρι­πτι­κή πλειο­ψη­φί­α οι μα­θη­τές αυ­τών των εκ­παι­δευ­τη­ρί­ων ή­ταν Έλ­λη­νες, Αρ­μέ­νιοι και Ε­βραί­οι, ε­νώ η φυ­σι­κή α­γω­γή και τα ο­μα­δι­κά α­θλή­μα­τα δι­δά­σκο­νταν με με­θο­δι­κό­τη­τα από κα­θη­γη­τές που εί­χαν σπου­δά­σει στην Ευ­ρώ­πη.

Στα αρ­με­νι­κά σχο­λεί­α της Σμύρ­νης συ­μπε­ρι­λή­φθη­κε στο πρό­γραμ­μα σπου­δών το μά­θη­μα της γυ­μνα­στι­κής το 1900, ό­ταν ο γυ­μνα­στής Αρ­τούρ Ελ­μα­σιάν που εί­χε σπου­δά­σει στη Γαλ­λί­α ε­ξα­σφά­λι­σε α­θλη­τι­κό ε­ξο­πλι­σμό στο εκ­παι­δευ­τή­ριο «Αζ­κα­ΐν» (Ε­θνι­κό) και κα­τα­σκεύ­α­σε μό­νι­μες α­θλη­τι­κές ε­γκα­τα­στά­σεις στην αυ­λή του σχο­λεί­ου «Μεσ­ρο­πιάν».

Το 1901 ο Ελ­μα­σιάν ορ­γά­νω­σε γυ­μνα­στι­κές ε­πι­δεί­ξεις και α­γώ­νες με­τα­ξύ των σχο­λεί­ων, στους ο­ποί­ους συμ­με­τεί­χαν 100 μα­θη­τές.

Αυ­τό συ­νε­χί­στη­κε μέ­χρι το 1905, ό­ταν ο ί­διος κα­ταγ­γέλ­θη­κε για τη «δρα­στη­ριό­τη­τά» του και α­να­γκά­στη­κε να φύ­γει α­πό τη Σμύρ­νη για να μη συλ­λη­φθεί. Οι μα­θη­τές του ω­στό­σο ί­δρυ­σαν αρ­γό­τε­ρα την «Aθλη­τι­κή Έ­νω­ση Μεσ­ρο­πιάν» συ­νε­χί­ζο­ντας το έρ­γο του δα­σκά­λου τους.

Με­τά την ε­πι­κρά­τη­ση των Νε­ό­τουρ­κων στην Τουρ­κί­α το 1908, η κυ­βέρ­νη­ση προ­σέγγι­σε δια­φο­ρε­τι­κά τον α­θλη­τι­σμό, γνω­ρί­ζο­ντας ό­τι η κα­λή φυ­σι­κή κα­τά­στα­ση των νέ­ων μέ­σω της γυ­μνα­στι­κής, συμ­βά­λει στην α­να­βάθ­μι­ση της ποιό­τη­τας του στρα­τού της χώ­ρας.

Ε­κεί­νη την πε­ρί­ο­δο λοι­πόν δη­μιουρ­γή­θη­καν α­θλη­τι­κοί σύλ­λο­γοι με ο­μά­δες πο­δο­σφαί­ρου και α­το­μι­κά α­θλή­μα­τα σε ό­λες τις πό­λεις της Τουρ­κί­ας.

Οι Ο­λυ­μπια­κοί Α­γώ­νες στη Στοκ­χόλ­μη

Οι Αρ­μέ­νιοι, που ει­σή­γα­γαν α­πό νω­-ρίς τον α­θλη­τι­σμό στα σχο­λεί­α εί­χαν νέ­ους που η ε­να­σχό­λη­σή τους με αυ­τόν γι­νό­ταν με «ε­παγ­γελ­μα­τι­κή» προ­σέγγι­ση και σο­βα­ρό­τη­τα. Το 1912 η Τουρ­κί­α συμ­με­τεί­χε για πρώ­τη φο­ρά στους Ο­λυ­μπια­κούς Α­γώ­νες της Στοκ­χόλ­μης, ε­νώ εκ­προ­σω­πή­θη­κε μό­νο α­πό δύ­ο Αρ­μέ­νιους αθλη­τές που κα­τά­φε­ραν να α­πο­σπά­σουν τις κα­τάλ­λη­λες ε­πι­δό­σεις ώ­στε να α­γωνι­στούν, τον Βα­χράμ Πα­πα­ζιάν στα 1500 μέ­τρα που έ­φτα­σε στον τε­λι­κό του α­γω­νίσμα­τος και τον δε­κα­εν­νιά­χρο­νο Μι­κιρ­δίτ­ς Μι­γκι­ριάν στο δέ­κα­θλο που κα­τέλα­βε την 5η θέ­ση με­τα­ξύ 50 α­θλη­τών.

 

Το πο­δό­σφαι­ρο στη Σμύρ­νη


Ο πρώ­τος πο­δο­σφαι­ρι­κός α­γώ­νας που διε­ξή­χθη στην Ο­θω­μα­νι­κή Αυ­το­κρατο­ρί­α ή­ταν στη Θεσ­σα­λο­νί­κη το 1875, ε­νώ στη Σμύρ­νη έ­γι­νε δυο χρό­νια αρ­γό­τε­ρα. Αρ­μέ­νιοι πο­δο­σφαι­ρι­στές α­γω­νί­ζο­νταν με ξέ­νες ο­μά­δες α­πό το 1900, ε­νώ ο πιο δια­κε­κρι­μέ­νος α­πό αυ­τούς ή­ταν ο Ζα­βέν Κου­γιουμ­τζιάν. Η πρώ­τη αρ­με­νι­κή ποδο­σφαι­ρι­κή ο­μά­δα στην Ο­θω­μα­νι­κή ε­πι­κρά­τεια ι­δρύ­θη­κε στη Σμύρ­νη και είχε τον τί­τλο: «Έ­νω­ση Πο­δο­σφαί­ρου». Η δρα­στη­ριό­τη­τά της ή­ταν πε­ριο­ρι­σμέ­νη κα­θώς λει­τουρ­γού­σε σε κα­θε­στώς η­μι­πα­ρα­νο­μί­ας. Τους πε­ρισσό­τε­ρους α­γώ­νες της, τους διε­ξή­γα­γε με την Ελ­λη­νι­κή ο­μά­δα «Πέ­λοψ».

Ση­μα­ντι­κή για την πνευ­μα­τι­κή καλ­λιέρ­γεια και την πο­λι­τι­στι­κή δρα­στη­ριό­τη­τα στη Σμύρ­νη ή­ταν η ύ­παρ­ξη του συλ­λό­γου «Κνάρ» (Λύ­ρα). Ι­δρύ­θη­κε το 1908 και πα­ρου­σί­α­ζε πο­λύ­πλευ­ρη δρά­ση, α­φού πα­ράλ­λη­λα με την ο­μό­τι­τλη πο­δο­σφαιρι­κή ο­μά­δα, εί­χε συ­στή­σει ορ­χή­στρα, μα­ντο­λι­νά­τα και μπά­ντα. Την ί­δια πε­ρίο­δο ι­δρύ­θη­καν τρεις α­κό­μη αρ­με­νι­κές ο­μά­δες, οι «Βα­σπουρ­αγκάν», «Βαρ­τα­νιάν» και « Σα­χα­κιάν».

Πα­ράλ­λη­λα, η «Λέ­σχη Αρ­με­νί­ων Κυ­νη­γών», που ξε­κί­νη­σε την πο­ρεί­α της την ίδια πε­ρί­ο­δο, στε­λέ­χω­σε μια ο­μά­δα α­πό τους κα­λύ­τε­ρους πο­δο­σφαι­ρι­στές των αρμε­νι­κών ο­μά­δων της Σμύρ­νης, δί­νο­ντάς τους το δι­καί­ω­μα να α­γω­νί­ζο­νται και σ’ αυ­τές. Η εν λό­γω λέ­σχη ή­ταν η δυ­να­μι­κό­τε­ρη και η πλέ­ον άρ­τια ορ­γα­νω­μένη α­θλη­τι­κή έ­νω­ση των Αρ­με­νίων ε­κεί­νης της ε­πο­χής. Μά­λι­στα το 1912, έ­χο­ντας ως ε­πι­κε­φα­λής τον α­θλη­τή και διοι­κη­τι­κό πα­ρά­γο­ντα Μι­κιρ­δίτ­ς Χα­νι­κιάν αριθ­μού­σε 600 μέ­λη.

Η ση­μα­ντι­κό­τε­ρη ε­πι­τυ­χί­α της ή­ταν η κα­τά­κτη­ση του πρω­τα­θλή­μα­τος Σμύρ­νης στις 16 Μαρ­τί­ου 1912, ό­ταν α­ντι­με­τώ­πι­σε τις ελ­λη­νι­κές ο­μά­δες «Α­πόλ­λων», «Πέ­λοψ», «Πα­νιώ­νιος» και την αγ­γλι­κή «Πουρ­να­πάτ»(Βουρνόβας).

Η εν λό­γω ε­πι­τυ­χί­α δη­μιούρ­γη­σε κλί­μα ευ­φο­ρί­ας στους Αρ­μέ­νιους της Σμύρ­νης και έ­δω­σε μια ώ­θη­ση στους νέ­ους ώ­στε να α­σχο­λη­θούν με το πο­δό­σφαι­ρο. Την ί­δια χρο­νιά μια μι­κτή ο­μά­δα Τούρ­κων πο­δο­σφαι­ρι­στών α­πό τις ο­μά­δες «Γαλα­τα­σα­ρά­ι» και «Φε­νερ­μπα­χτσέ» α­πό την Κων­στα­ντι­νού­πο­λη ήρ­θαν στη Σμύρνη και έ­παι­ξαν έ­ναν α­γώ­να με την πρω­τα­θλή­τρια της πό­λης.

 

Μετά την Καταστροφή


Με­τά τον πρώ­το Πα­γκό­σμιο Πό­λε­μο το 1918, η Λέ­σχη «Κνάρ» και η «Λέ­σχη Αρ­με­νί­ων Κυ­νη­γών» ε­νώ­θη­καν υ­πό την κοι­νή ο­νο­μα­σί­α «Αρ­με­νι­κή Λέ­σχη», ε­νώ με την αγο­ρά ε­νός με­γά­λου κτι­ρί­ου δη­μιούρ­γη­σαν ω­δεί­ο, θε­α­τρι­κές ο­μά­δες, γυ­μνα­στήριο και πο­δο­σφαι­ρι­κή ο­μά­δα που δια­κρί­θη­κε σε πολ­λούς α­γώ­νες και πρω­τα­θλή­μα­τα μέ­χρι το 1922.

Τη δε­κα­ε­τί­α πριν την κα­τα­στρο­φή της Σμύρ­νης ο αρ­με­νι­κός α­θλη­τι­σμός γνώ-ρι­σε με­γά­λη α­νά­πτυ­ξη. Υ­πήρ­χαν δε­κά­δες πο­δο­σφαι­ρι­κές ο­μά­δες, ι­δρύ­θη­καν νέ­οι α­θλη­τι­κοί σύλ­λο­γοι, ε­νώ διορ­γα­νώ­θη­καν Αρ­με­νι­κοί Ο­λυ­μπια­κοί Α­γώ­νες στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη α­πό το 1911 έ­ως το 1914 με τη συμ­με­το­χή α­θλη­τών α­πό πολ­λές πε­ριο­χές της Τουρ­κί­ας. Οι τε­λευ­ταί­οι δια­κό­πη­καν το 1915 λό­γω της Γε­νο­κτονί­ας.

Με­τά την κα­τα­στρο­φή της Σμύρ­νης κά­ποιοι α­πό τους α­θλη­τι­κούς συλ­λό­γους ανα­συ­στά­θη­καν στις χώ­ρες φι­λο­ξε­νί­ας. Α­πό την πρώ­τη κιό­λας χρο­νιά στην Α­θήνα έ­χου­με την ο­μά­δα «Αρ­με­νί­α», που ή­ταν ελ­λι­πής λό­γω της α­πώ­λειας πολ­λών με­λών της α­πό την κα­τα­στρο­φή.

Για μια α­κό­μη φο­ρά οι αρ­με­νι­κές οι­κο­γέ­νειες -ό,τι α­πέ­μει­νε απ’ αυ­τές- τράβη­ξαν τα πάν­δει­να για να ε­πι­βιώ­σουν στις νέ­ες ε­στί­ες τους, με­τα­φέ­ρο­ντας μα­ζί τους μια κλη­ρο­νο­μιά αιώ­νων και μια πε­ρή­φα­νη στά­ση ζω­ής.

Α­πό την πρώτη κιό­λας στιγ­μή οι Αρ­μέ­νιοι δη­μιούρ­γη­σαν σχο­λεί­α, εκ­κλη­σί­ες, πο­λι­τι­στικά κέ­ντρα και α­θλη­τι­κούς συλ­λό­γους στις χώ­ρες φι­λο­ξε­νί­ας. Μά­λι­στα πολ­λοί απ’ αυ­τούς λει­τουρ­γούν ως τις μέ­ρες μας α­πο­τε­λώ­ντας ση­μα­ντι­κό πα­ρά­γοντα ε­ξέ­λι­ξης στην εν γέ­νει πο­ρεί­α των αρ­με­νι­κών πα­ροι­κιών.

 

Πη­γές: Χά­ικ Τε­μο­γιάν, «Ο Αρ­με­νι­κός Α­θλη­τι­σμός στην Ο­θω­μα­νι­κή Αυ­το­κρα­τορί­α». Ιν­στι­τού­το της Γε­νο­κτο­νί­ας των Αρ­με­νί­ων 2009, Αρ­με­νί­α.

Έ­νω­ση Αρ­μέ­νιων Σμύρ­νης, «Μερ Σμύρ­νιαν» (Η Σμύρ­νη μας) Νέ­α Υόρ­κη 1960.

Λού­ση Ον­νι­κιάν-Σα­χι­νιάν, «Η πό­λη της Σμύρ­νης» Αρ­με­νι­κά τεύ­χος 27, Σε­πτέμβριος-Ο­κτώ­βριος 2002.

Αζ­νίβ Γε­ρα­μιάν, «Η Σμύρ­νη των Αρ­με­νί­ων» Αρ­με­νι­κά τεύ­χος 47, Ιού­λιος-Σε­πτέμ­βριος 2006.