Σουσί, το Παρίσι του Καυκάσου Εκτύπωση E-mail

13161416 1215571945134334 2055510622 oΑρμέν Γκριγκοριάν
"Αρμενικά" Μάιος Ιούνιος 2006 Τεύχος 46


Στην καρδιά του Αρτσάχ (όπως ιστορικά ονομάζεται το Ναγκόρνο Καραμπάχ), σε απόσταση αναπνοής 11 χλμ. από την πρωτεύουσα Στεπαναγκέρτ, σε υψόμετρο 1.3001.600 μέτρων, η πόλη Σουσί αποτελεί πλέον ιερό σημείο αναφοράς στην ιστορία του αρμενικού έθνους.
Σε όλη τη διάρκεια της μακράς πορείας της, η πόλη του Σουσί έχει να δείξει στους απογόνους του Χάικ λαμπρά δείγματα θάρρους, δόξας και αληθινής αγάπης για την πατρίδα.
Χτισμένο σε ένα οροπέδιο, το Σουσί από τους πρώιμους μεσαιωνικούς χρόνους προσείλκυσε την προσοχή των κατοίκων του Αρτσάχ για τρεις βασικούς λόγους: πρώτον, το Σουσί έχει μία άψογη από πλευράς πολεμικής τέχνης στρατηγική θέση, αφού βρίσκεται σε ένα φυσικό ύψωμα. Ας θυμηθούμε τα λόγια που είχε πει ένας στρατηγός πολλούς αιώνες πριν από εκείνη την ένατη και ένδοξη ημέρα του Μάη του 1992: «Όποιος κατέχει το Σουσί, κατέχει ολόκληρο το Αρτσάχ».
Δεύτερον, λόγω της γεωγραφικής της θέσης, η πόλη του Σουσί πάντα υπήρξε το κέντρο των εμπορικών δραστηριοτήτων εμπόρων από όλο τον κόσμο. Στο Σουσί γίνονταν οι συναλλαγές μεταξύ Αρμενίων και Περσών, Ρώσων και Κινέζων, Αράβων και Ινδών.
Τρίτος σημαντικός παράγοντας για την εγκατάσταση των κατοίκων στην περιοχή του Σουσί υπήρξε το κλίμα. Πραγματικά, η πόλη έχει σπάνιο για τις συνθήκες του αρμενικού οροπεδίου κλίμα, μαλακό και υγρό, ένα κλίμα το οποίο διαφέρει σε μεγάλο βαθμό από το αντίστοιχο, ως επί το πλείστον ηπειρωτικό, της υπόλοιπης Αρμενίας. Η μεγάλη αρμένια συγγραφέας και ποιήτρια, Μαριέττα Σαγινιάν, αναφέρει πως το κλίμα του Σουσί θα ταίριαζε περισσότερο σε μία παραθαλάσσια πόλη, παρά σε μία ορεινή.
Από πού προέρχεται άραγε η λέξη Σουσί και τι σημαίνει; Κάποτε στη θέση της πόλης αυτής και της περιοχής της υπήρχαν τεράστιες δασικές εκτάσεις. Εξ ου και πολλά τοπωνύμια που σχετίζονται με τη φύση, τα δέντρα, το δάσος και γενικά με τη χλωρίδα, π.χ. Καχνότ (Δρυς), Κανάτς Ταλά (Πράσινη Πεδιάδα) κ.λ.π. Η δε λέξη «Σουσί» προέρχεται από την λέξη «Σος», που στην τοπική αρμενική διάλεκτο δήλωνε τον πλάτανο. Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί εδώ πως η αρχαία ονομασία του Σουσί ήταν Σαρικάρ («Πέτρα του βουνού»), κατά καιρούς ονομαζόταν Σικακάρ, Καρ, Σοσί.
Αναφορές για το Σουσί συναντάμε στον αρμένιο ιστορικό του 10ου αιώνα, τον Μοβσές Καγανκαντβατσί, ο οποίος περιγράφει μια μάχη ανάμεσα στον αρμένιο άρχοντα Σαχλ Σμπατιάν και τους ΄Αραβες το 821. Η μάχη αυτή αναφέρεται ως μάχη του Σικακάρ. Αρχαιότερες αναφορές για την πόλη Σουσί βρίσκει κανείς στον Στράβωνα, αλλά και στον άραβα ιστορικό Γιακούτ αλΑμαβί (11781229), ο οποίος περιγράφει ομώνυμη πόλη και ποταμό Καρκάρ (ονομασία του Σουσί εκείνη την εποχή).
Το 1428, ο αρμένιος αντιγραφέας αρχαίων περγαμηνών, ο ΤερΜανουέλ, επισημαίνει ότι υπάρχει μια φρουρά στην πόλη καθώς και έντονη εμπορική δραστηριότητα, ότι συναντιούνται στο Σουσί οι έμποροι από το Βυζάντιο και την Κίνα, τη Ρωσία και το Ιράν.
Τον 9ο αιώνα γύρω από το Σουσί κατασκευάστηκε ένα κάστρο το οποίο άνηκε τότε στον αρμένιο άρχοντα της περιοχής Χατσέν, τον Σαχλ Σμπατιάν, ο οποίος είχε συμμετάσχει στους απελευθερωτικούς αγώνες των Αρμενίων κατά των αράβων κατακτητών το 852855. Το 13ο αιώνα το κάστρο του Σουσί κατείχε ο αρμένιος άρχοντας Χασάς Τζαλαλιάν.
Το Σουσί πάντα συνέχιζε να δείχνει στους Αρμενίους πώς πρέπει κανείς να αντιμετωπίζει τον εχθρό του. Έτσι, το φθινόπωρο του 1726, η μικρή αρμενική φρουρά του κάστρου του Σουσί, υπό την ηγεσία του εκατόνταρχου Αβάν αντιμετώπισε τον τουρκικό στρατό του Σαρί Μουσταφά, αποτελούμενο από 40.000 άντρες. Μετά από σκληρή μάχη οκτώ ημερών, οι Τούρκοι τράπηκαν σε φυγή, αφήνοντας πίσω τους πάνω από 800 νεκρούς και εκατοντάδες τραυματίες.
Στη δεκαετία του 1750, ο άρχοντας της περιοχής Βαράντα, στην οποία άνηκε διοικητικά το Σουσί, ο Μελίκ (άρχοντας) Σαχναζάρ ο Β΄, σκοτώνοντας τον πατέρα και τον αδελφό του, γίνεται σφετεριστής του θρόνου και για να αποφύγει την εκδίκηση των άλλων αρμενίων αρχόντων, καλεί σε βοήθεια τον αρχηγό των τουρκμενικών φυλών που είχαν διωχθεί από το Ιράν και βρήκαν καταφύγιο στο Αρτσάχ, χάρη στην ευσπλαχνία των τοπικών αρμενίων αρχόντων, των Μελίκ. Ο αρχηγός των φυλών αυτών, κάποιος Πανάχ Αλί, με χαρά ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα του Μελίκ Σαχναζάρ, ζητώντας ως αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες του την πόλη Σουσί. Ο Μελίκ Σαχναζάρ ικανοποίησε το αίτημά του, κι έτσι οι τουρκμενικές φυλές εγκαταστάθηκαν στο Σουσί.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι τουρκμενικές φυλές, των οποίων ο αρχηγός ήταν ο Πανάχ Αλί, δεν είχαν εθνική ταυτότητα, ήταν νομαδικές φυλές, με διαφορετικές πολιτισμικές και γλωσσικές παραδόσεις και θρησκευτικές τελετές. Ήταν ένα μίγμα τουρκόφωνων βαρβάρων, οι οποίοι ποτέ δεν αυτοαποκλήθηκαν «Αζέροι», ούτε διανοήθηκαν ποτέ να ονομάσουν την έκταση όπου κατοικούσαν «Αζερμπαϊτζάν». Οπότε δεν υφίστανται οι ψευδείς ισχυρισμοί των σημερινών ιστορικών του Αζερμπαϊτζάν πως αυτές οι φυλές υπήρξαν πρόγονοι των σημερινών Αζέρων και λέγονταν εξαρχής Αζέροι. Πάντα λέγονταν «Τάταροι του Καυκάσου», χωρίς να αναφέρεται πουθενά η λέξη «Αζέρος» μέχρι το 1917.
Παρόλο που το Σουσί έπεσε στα χέρια των νομάδων, μπόρεσε να διατηρήσει και να εμπεδώσει το αρμενικό στοιχείο της πόλης. Έτσι, π.χ. τον Αύγουστο του 1795, η τεράστια περσική στρατιά του Αλί Μαχμάντ Χαν αναγκάστηκε να διακόψει την πολιορκία του Σουσί μετά από 33 ημέρες, καθώς δεν ήταν δυνατόν να παραδοθεί η πόλη στα χέρια του εχθρού. Η ίδια ιστορία επαναλήφθηκε αργότερα, όταν το Αρτσάχ και κατ΄ επέκταση και το Σουσί το 1805 βρέθηκαν στην επικράτεια της Ρωσικής αυτοκρατορίας. Περσικός στρατός αποτελούμενος από 60.000 στρατιώτες εισέβαλε στο Αρτσάχ και τον Ιούλιο του 1826 πολιόρκησε το Σουσί. Η αντίσταση των 1.500 Αρμενίων και των 1.700 ρώσων στρατιωτών ανάγκασε τον εχθρό να απομακρυνθεί από τα τείχη της πόλης μετά από 48 ημέρες.
Από τις αρχές του 19ου αιώνα το Σουσί σημειώνει πρόοδο σε όλους τους τομείς της ανάπτυξης. Αυξάνεται ο πληθυσμός της πόλης. Έτσι, το 1850 η πόλη είχε 12.724 κατοίκους, το 1880 20.000, το 1890 34.000. Το 1920 το Σουσί είχε 60.000 κατοίκους, από τους οποίους 47.000 ήταν Αρμένιοι. Υπήρχαν 12 αρμενικές εκκλησίες, 2 μουσουλμανικά τεμένη, Κολέγιο (από το 1908), 12 δημοτικά σχολεία, 8 ξενοδοχεία, 1 λουτρό για το κοινό, θέατρο του Μικιρδίτς Χανταμιριάν (1891), 3 δημοτικές λέσχες, 2 βιβλιοθήκες (1889), 2 φαρμακεία, Νοσοκομείο Στρατού, Δημοτικό Νοσοκομείο των Ζαμχαριάν (1907), 570 εργοστάσια και βιοτεχνίες, Λύκειο Δεσποινίδων της Μαριάμ Χαχουμιάν (1868), Λύκειο Δεσποινίδων της Μαριάμ Χουκασιάν (1894), το Εκκλησιαστικό Σχολείο (1838), το Κεντρικό Σχολείο του Νομού (1875), Ρωσικό Λύκειο Δεσποινίδων του Μαρίνσκι, 5 τυπογραφεία, σε περιοδική βάση εκτυπώνονταν 19 αρμενικές και 2 ρωσικές εφημερίδες, συμπεριλαμβανομένης και της εφημερίδας του κόμματος Τασνακτσουτιούν «Απαράζ» («Βράχος») και των Μπολσεβίκων «Νετσούκ» («Υποστήριξη»). Μέχρι το 1920 λειτουργούσε το Λαϊκό Πανεπιστήμιο.
Στο Σουσί, επίσης, γεννήθηκαν άξια τέκνα του αρμενικού έθνους, όπως ο παγκόσμιας φήμης ζωγράφος Στεπάν Αγαντζανιάν (18631940), σπουδαστής της Ακαδημίας Καλών Τεχνών του Παρισιού, η ζωγράφος Μαργκαρίτ Αλεξανιάν (18391902), η τραγουδίστρια Αρέβ Μαγκντασαριάν (19181994), το αστέρι της αρμενικής λογοτεχνίας ο Μουρατσάν (18541908), συγγραφέας του βιβλίου «Γκεβόργκ Μαρζπετουνί», ο χημικός Βατσέ Ισαγκουλιάντς (18931973), ο βιοχημικός Γκουργκέν Καμαλιάν (19091973), ο πολιτικός και πρώτος κυβερνήτης της Σοβιετικής Αρμενίας ο Σαρκίς Κασιάν (18761937), ο Νελσόν Στεπανιάν (19131944), ο οποίος τιμήθηκε ως ήρωας της Σοβιετικής Ένωσης δύο φορές, ο Αράμ Μανουκιάν (18791918), ο οργανωτής της άμυνας της πόλης Βαν το 1915 και υπουργός Εσωτερικών της πρώτης Δημοκρατίας της Αρμενίας το 1918. Στο Σουσί γεννήθηκε και ο παγκοσμίως γνωστός ρώσος χημικός, Νικολάι Ζίμιν (18181880).
Το Σουσί στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού βρισκόταν στην ακμή του. Δεν είναι τυχαίο ότι εκείνη την εποχή ονομάστηκε «το Παρίσι του Καυκάσου», γιατί η πολιτισμική, πολιτική και οικονομική συμβολή του στην ανάπτυξη των γύρω περιοχών ήταν τόσο μεγάλη, που γρήγορα αναδείχθηκε σε ένα σημαντικό κέντρο όχι μόνο για την περιφέρεια της Υπερκαυκασίας, αλλά για ολόκληρο τον Καύκασο.
Ωστόσο ο μουσουλμανικός πληθυσμός δεν έκανε αισθητή την παρουσία του στο Σουσί με κάποιο αγαθό ή κοινωφελές έργο, αλλά το αντίθετο: οι σφαγές του αρμενικού πληθυσμού το 1905 και το 1920, οι βανδαλισμοί και οι φρικαλεότητες είναι το μόνο για το οποίο μπορούν να καμαρώνουν οι μουσουλμάνοι κάτοικοι του Σουσί.
Σύμφωνα με μια ιστορική μαρτυρία, το 1830 οι πλούσιοι αρμένιοι κάτοικοι της πόλης Σουσί ζήτησαν από τον Μητροπολίτη της Επαρχίας του Αρτσάχ, τον Μπαγντασάρ Τζαλαλιάν, να τους επιτρέψει να χτίσουν ένα σχολείο για τους μουσουλμάνους υπηρέτες τους.
Ο Μητροπολίτης δίνει την άδειά του, αλλά προειδοποιεί τους Αρμενίους. «Θυμηθείτε τα λόγια μου: τα εγγόνια αυτών των μορφωμένων Τατάρων σε 100 χρόνια θα κάψουν το Σουσί». Πραγματικά, στις 22 Μαρτίου 1920, την ημέρα της μουσουλμανικής γιορτής «νοβρούζ μπαϊράμ», οι μουσουλμάνοι κάτοικοι της πόλης Σουσί, αυτοαποκαλούμενοι «Αζέροι», ξεκίνησαν να λεηλατούν τον αρμενικό τομέα της πόλης και να σκοτώνουν τους Αρμενίους. Το Σουσί είχε γίνει μια φλεγόμενη πόλη, δεκάδες χιλιάδες Αρμένιοι σκοτώθηκαν και βασανίστηκαν, καταστράφηκαν τα σπίτια και οι περιουσίες τους. Μετά από 10 χρόνια, το 1930, ο ρώσος ποιητής εβραϊκής καταγωγής, Όσιπ Μαντελστάμ, ταξίδεψε στο Αρτσάχ και περιέγραψε αναλυτικά στο ποίημά του «Ο αμαξάς», τι αντίκρισε φτάνοντας στο Σουσί.
Αντί να δει μια ανθούσα πόλη, είδε ερείπια και κατεδαφισμένα σπίτια, η μυρωδιά του θανάτου ήταν ακόμα στον αέρα. Μάλιστα, όταν οι Αζέροι τού πρότειναν να τον φιλοξενήσουν στα σπίτια τους, αρνήθηκε κατηγορηματικά. «Έσταζε ακόμα από τα χέρια τους το άθωο αρμενικό αίμα. Φοβήθηκα να κοιμηθώ στο σπίτι του δημίου», είπε χαρακτηριστικά.
Στις 28 Απριλίου 1920 επιβλήθηκε στο Αζερμπαϊτζάν η σοβιετική εξουσία. Παρόλο που το ιστορικό Αρτσάχ, με την πρόσφατη ονομασία Ναγκόρνο Καραμπάχ, προσαρτήθηκε στη Δημοκρατία του Αζερμπαϊτζάν, μπόρεσε να διατηρήσει διοικητικά το καθεστώς της αυτόνομης περιοχής μέσα στα όρια της Σοβιετικής Δημοκρατίας του Αζερμπαϊτζάν.
Πρέπει να σημειώσουμε εδώ πως και πριν το 1988 σύσσωμος ο αρμενικός λαός συνέχιζε τον αγώνα του κατά των αζέρων κατακτητών. Έτσι, το φθινόπωρο του 1945, η ηγεσία της Σοβιετικής Δημοκρατίας της Αρμενίας, με γενικό γραμματέα της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος της Αρμενίας τον Γκριγκόρ Χαρουτιουνιάν, απηύθυνε μια επιστολή στον Στάλιν για την επανένωση του Ναγκόρνο Καραμπάχ με τη Σοβιετική Δημοκρατία της Αρμενίας.
Ο Στάλιν δεν ανέλαβε την ευθύνη αυτή, αντιθέτως μάλιστα άφησε τη λύση του ζητήματος στον γενικό γραμματέα της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος του ... Αζερμπαϊτζάν, τον Μπαγκίροφ.
Το 1963 οι Αρμένιοι του Καρντμάν (περιοχή στο βόρειο Αρτσάχ) έστειλαν μια επιστολή στον Νικήτα Χρουστσόφ, με την οποία διαμαρτύρονταν για τις απαράδεκτες συνθήκες και τα καταπιεστικά μέτρα των Αζέρων. Δεν λάβανε όμως καμία απάντηση.
Το 1966 ο Αντόν Κοτσινιάν, ο γενικός γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος της Αρμενίας, έστειλε στη Μόσχα ένα υπόμνημα για την κατάσταση στο Αρτσάχ κάνοντας έκκληση για αυτοδιάθεση στην περιοχή. Μια άλλη παρόμοια έκκληση προς τον Λεονίντ Μπρέζνιεφ έγινε το 1977 από τον αρμένιο συγγραφέα Σερό Χανζαντιάν. Στην επιστολή του ο Χανζαντιάν ζητούσε να δοθεί μια δίκαιη λύση στο ζήτημα του Ναγκόρνο Καραμπάχ.
Δεν έλαβε ούτε αυτός καμία απάντηση. Όπως αποδείχτηκε στην ιστορία του αρμενικού έθνους, δεν υπάρχει καμία άλλη γλώσσα εκτός από εκείνη της πυγμής και των όπλων, για να μπορέσει κανείς να αντιμετωπίσει τον εχθρό του και να διεκδικήσει τα δικαιώματά του. Οι Αρμένιοι του Αρτσάχ το είχαν καταλάβει από πολύ νωρίς και απέδειξαν με τον αγώνα του 1988 1994 ότι όχι μόνο αμύνονται, αλλά και επιτίθενται επιτυχώς.
Το αποκορύφωμα του αγώνα του λαού του Αρτσάχ ήταν η 9η Μαΐου του 1992, όταν η απελευθέρωση του Σουσί από τις στρατιωτικές δυνάμεις του Αρτσάχ έγινε σύμβολο της νίκης του λαού του στον πολύχρονο αγώνα για την πατρίδα και την ελευθερία.
Επί μήνες οι Αζέροι βομβάρδιζαν από το Σουσί με τα ειδικά οπλικά συστήματα «Γκραντ» την πόλη Στεπαναγκέρτ και τις γύρω περιοχές, προκαλώντας ανθρώπινες απώλειες στον άμαχο πληθυσμό και καταστρέφοντας την πολιτισμική κληρονομιά των Αρμενίων. Το Σουσί σκόρπιζε το θάνατο γύρω του.
Έχοντας κατά νου αυτό το γεγονός, οι αρμενικές δυνάμεις ξεκίνησαν στις 8 Μαΐου την προετοιμασία για την κατάληψη της πόλης. Το πρωί της 9ης Μαΐου του 1992 η πόλη Σουσί έγινε ξανα αρμενική.

Share
 

Για να εξασφαλίσουμε τη σωστή λειτουργία του ιστότοπου, μερικές φορές τοποθετούμε μικρά αρχεία δεδομένων στον υπολογιστή σας, τα λεγόμενα «cookies». Οι περισσότεροι μεγάλοι ιστότοποι κάνουν το ίδιο. Περισσότερα...

"Δέχομαι"


ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΒΙΒΛΙΩΝ


διαφήμιση στο αρμενικά

armenian community

Online Επισκέπτες

Έχουμε 10 επισκέπτες συνδεδεμένους