Το «Χαμσά» του Αρτσάχ Εκτύπωση E-mail

Coat of arms of Gyulistan

Ζακ Νταματιάν

Το περήφανο Αρτσάχ, που για χιλιετίες έσφυζε από ζωή, έχει πλέον ερημώσει ύστερα από τον βίαιο εκτοπισμό των αυτόχθονων κατοίκων του. Η δέκατη επαρχία της Μεγάλης Αρμενίας (Μετζ Χάικ) υπήρξε κατά καιρούς προπύργιο αντίστασης έναντι των ξένων εισβολέων, αποτελώντας παράλληλα τη μοναδική αρμενική κρατική οντότητα.

Το 1000μ.Χ., ο Οβανές Σενεκερίμ, με καταγωγή από τον οίκο των Σιουνί, ιδρύει το βασίλειο του Αρτσάχ, που τυγχάνει αναγνώρισης από το Βυζάντιο και την Περσία. Την περίοδο αυτή, στον χώρο της Μεγάλης Αρμενίας δημιουργούνται τοπικά βασίλεια και πριγκιπάτα, τα οποία υπόκεινται στην κεντρική εξουσία της δυναστείας των Πακραντουνί της Αρμενίας.

Μετά την κατάκτηση της πρωτεύουσας Ανί από τους Βυζαντινούς και τη μετέπειτα κατάκτηση της Αρμενίας από τους Σελτζούκους, το Αρτσάχ παραμένει το μοναδικό κραταιό βασίλειο έως το 1261μ.Χ.. Καταλύεται μόνο όταν ο άξιος μονάρχης Χασάν-Τζαλάλ εξοντώνεται από τον «βοστιγκάν» (έπαρχο) Αργούν Χαν. Η εξέλιξη αυτή σηματοδοτεί τη γέννηση του πριγκιπάτου του Χατσέν, με τη δυναστεία των Χασάν-Τζαλαλιάν, με καταγωγή από τον οίκο των Αρανσαχίκ, να εξακολουθεί να κυριαρχεί στην περιοχή μέχρι και τις αρχές του 19ου αιώνα.

Στο πέρασμα των αιώνων, το Αρτσάχ διατηρεί αναλλοίωτη την αρμενική ταυτότητα, την εθνική ομοιογένεια και τη διοικητική του αυτονομία. Από τον 12ο έως και τον 14ο αιώνα, η Αρμενία βιώνει ένα καθεστώς πολιτικής αυτονομίας, με τη διακυβέρνηση του οίκου των Ζακαριάν υπό την προστασία της βασιλικής δυναστείας των Πακραντουνί της Γεωργίας.

Η οικονομική και πολιτιστική αναλαμπή διακόπτεται βίαια όταν οι ορδές των Μογγόλων του Λενγκ Τιμούρ εισβάλλουν στη χώρα το 1387μ.Χ. Μετά τον θάνατο του Τιμούρ, η Αρμενία καθίσταται έρμαιο του ανταγωνισμού μεταξύ τουρκμενικών φυλών, ενώ τον 15ο αιώνα μετατρέπεται σε θέατρο του περσοτουρκικού πολέμου. Τελικά διαμοιράζεται ανάμεσα στις δύο υπερδυνάμεις.

Στην Ανατολική Αρμενία αναπτύσσεται ο θεσμός των «μελικουτιούν», απολυταρχία φεουδαρχικού τύπου. Επικεφαλής της ηγεμονίας είναι ο «μελίκ», όρος που προέρχεται από την αραβική λέξη «μελάκ» (άρχοντας).

Η εξουσία μεταβιβάζεται κληρονομικά στον μεγαλύτερο γιο, ενώ οι αδελφοί του φέρουν τον τίτλο «πεγκ».

Το 1603μ.Χ., ο Σάχης της Περσίας, έχοντας χάσει την εμπιστοσύνη του προς τους τουρκογενείς χαν, αναγνωρίζει επίσημα το Χαμσά («πεντάδα» στα περσικά) του Γαραπάγ, ομοσπονδία πέντε αυτόνομων μελικουτιούν: Γκιουλιστάν, Τσραπέρτ, Χατσέν, Βαραντά και Ντιζάκ. Τους παρέχεται το δικαίωμα να διατηρούν στρατό, ενώ οι ευγενείς συχνά συνδέονται μεταξύ τους και με οικογενειακές σχέσεις. Ο μελίκ περιβάλλεται από μόνιμη φρουρά 300 περίπου επίλεκτων.

Ως επικεφαλής του στρατού, ο μελίκ αναθέτει την οργάνωση και τη διοίκησή του στους «χαριουραμπέτ» (εκατόνταρχους).

Αυτοί προέρχονται συνήθως από τις τάξεις των ευγενών, ενίοτε όμως και από τους «ραμίκ», από τα λαϊκά στρώματα, ως ανταμοιβή υπηρεσιών. Για τον σχηματισμό του στρατού, κάθε οικογένεια προσφέρει έναν γιο με πλήρη εξοπλισμό και άλογο.

Στις περιπτώσεις των απόρων, τις δαπάνες αναλαμβάνει ο ίδιος ο μελίκ. Όταν όμως υπάρχει ανάγκη, επιστρατεύονται όλοι οι άνδρες. Για την ενίσχυση της άμυνας του Αρτσάχ, χτίζονται ιδιόμορφα κάστρα, γνωστά και ως «σγναχ».

Το καθολικάτο της μονής Καντσασάρ, που υπάγεται στην Αγία Έδρα του Ετσμιατζίν, αναβαθμίζεται σε πνευματικό και διοικητικό κέντρο. Αποτελεί συχνό φαινόμενο τα νεότερα μέλη των αριστοκρατικών οικογενειών να προσανατολίζονται προς την ιεροσύνη.

Το 1677μ.Χ., οι μελίκ του Χαμσά μετέχουν στη μυστική σύναξη που συγκαλεί στο Ετσμιατζίν ο προκαθήμενος της Αγίας Έδρας Αγκόπ Δ΄ Τσουγαγιετσί. Οι δώδεκα σύνεδροι εξουσιοδοτούν τον Ισραέλ Ορί να επισκεφτεί αυλές Ευρωπαίων ηγεμόνων προς αναζήτηση συμμαχιών για την αποτίναξη του περσικού και του τουρκικού ζυγού. Ο λαμπρός ευγενής συναντά Ευρωπαίους μονάρχες, το εγχείρημα ωστόσο μένει ανολοκλήρωτο, ενώ ο ίδιος πεθαίνει μυστηριωδώς στο Αστραχάν της Ρωσίας.

Το 1722μ.Χ., το Αρτσάχ ανταποκρίνεται δυναμικά στο κάλεσμα της επανάστασης του Σιουνίκ, με ηγέτη τον Ταβίτ Πεγκ. Το Χαμσά συνδράμει στρατιωτικά, ενώ ο Καθολικός (πατριάρχης) του Καντσασάρ Γεσαΐ Χασάν-Τζαλαλιάν αναλαμβάνει διπλωματικές πρωτοβουλίες. Ύστερα από διαπραγματεύσεις με τον βασιλιά Βαχτάνκ Γ΄ της Γεωργίας, στην περιοχή του Καντσάκ συγκεντρώνονται 10.000 Αρμένιοι και 30.000 Γεωργιανοί στρατιώτες. Οι τελευταίοι αποχωρούν όταν φτάνει το μαντάτο ότι τελικά η Ρωσία δεν θα κατέλθει στην Υπερκαυκασία. Ο αρμενικός στρατός όμως παραμένει στις επάλξεις.

Ενισχυμένος με πολιτοφύλακες, οχυρώνεται στα σγναχ και αποκρούει τις τουρκικές επιθέσεις, πετυχαίνοντας σημαντικά πλήγματα στο Χατρούτ και στο Βαραντά.

Τον Δεκέμβριο του 1725μ.Χ., οι μελίκ του Χαμσά πραγματοποιούν συνάντηση κορυφής στο «Μέγα Σγναχ» στο Σος, προκειμένου να συντάξουν κείμενο ζητώντας υποστήριξη από τον Τσάρο Μέγα Πέτρο.

Την επόμενη χρονιά, το κάστρο αυτό πολιορκείται για οκτώ ημέρες από τον οθωμανικό στρατό, με ισχυρή δύναμη και κανόνια, οι Αρμένιοι όμως αντιστέκονται σθεναρά με επικεφαλής τον χαριουραμπέτ Αβάν. Τελικά οι Τούρκοι υποχωρούν, αφήνοντας πίσω τους περίπου 800 νεκρούς.

Το 1728μ.Χ., ύστερα από αιματηρές μάχες, το Σιουνίκ κερδίζει προσωρινά την ελευθερία του. Την ίδια χρονιά, όμως, ο αρμενικός κόσμος θρηνεί την απώλεια του Καθολικού Γεσαΐ και του Ταβίτ Πεγκ. Τον αγώνα συνεχίζει ο συνοδοιπόρος του Μχιτάρ Σπαραμπέντ (αρχιστράτηγος). Η προδοτική εξόντωσή του δύο χρόνια αργότερα σβήνει το όνειρο της ανεξαρτησίας.

Το 1736μ.Χ., οι Αρμένιοι βοηθούν τον Σάχη Ναντίρ να εκδιώξει τους Οθωμανούς από την Υπερκαυκασία, λαμβάνοντας μεγαλύτερα προνόμια. Οι μάχες συνεχίζονται μέχρι τα μέσα του αιώνα, ενώ οι Αρμένιοι δεν σταματούν να προσεγγίζουν διπλωματικά τους Ρώσους.

Το 1752μ.Χ., μια εσωτερική έριδα έμελλε να ταρακουνήσει το αρραγές μέτωπο του Χαμσά, αποβαίνοντας μοιραία και για τη μελλοντική τύχη ολόκληρου του Αρτσάχ.

Ο Σαχναζάρ σφετερίζεται την εξουσία του πριγκιπάτου του Βαραντά, εξοντώνοντας τον αδερφό του Μελίκ Χοβσέπ και την οικογένειά του. Για να αποφύγει τα αντίποινα των άλλων μελίκ, αναζητά εξωτερική βοήθεια, την οποία προσφέρει απλόχερα ο Πανάχ, φύλαρχος των Σαριτσαλού, παρακλάδι της τουρκικής φυλής Τζιβανσίρ, με αντάλλαγμα το κάστρο του Σουσί. Για πρώτη φορά στην προαιώνια ιστορία του, το απάτητο Αρτσάχ νιώθει στο έδαφός του την παρουσία μιας ξένης δύναμης.

Προς τα τέλη του 18ου αιώνα γίνονται εντονότερες οι ζυμώσεις για αποτίναξη της περσικής επικυριαρχίας στην Ανατολική Αρμενία και προσέγγιση προς την τσαρική Ρωσία. Σε αυτήν την πολιτική κατεύθυνση συντονίζονται ο Καθολικός του Καντσασάρ Οβανές Χασάν-Τζαλαλιάν, ανιψιός του Καθολικού Γεσαΐ, καθώς και οι μελίκ του Χαμσά και των γειτονικών περιοχών.

Το 1826μ.Χ., στρατός 60.000 Περσών εισβάλλει στο Αρτσάχ. Αν και προβάλλεται γενναία αντίσταση, οι μελίκ του Χαμσά παίρνουν μια σημαντική απόφαση: μπροστά στον μεγάλο κίνδυνο, προχωρούν στην αυτοδιάλυση της ομοσπονδίας, και το Αρτσάχ μετατρέπεται σε ρωσική επαρχία. Οι Αρμένιοι αριστοκράτες εντάσσονται στον τσαρικό στρατό, λαμβάνοντας τίτλους ευγενείας. Τελευταίος αναγκάζεται να παραδώσει την έδρα του ο μελίκ Βανί Αταπεγκιάν του Τσραπέρτ το 1853μ.Χ.. Αυτό ήταν το κύκνειο άσμα των μελικουτιούν του Χαμσά του Αρτσάχ.

Share
 

Για να εξασφαλίσουμε τη σωστή λειτουργία του ιστότοπου, μερικές φορές τοποθετούμε μικρά αρχεία δεδομένων στον υπολογιστή σας, τα λεγόμενα «cookies». Οι περισσότεροι μεγάλοι ιστότοποι κάνουν το ίδιο. Περισσότερα...

"Δέχομαι"


ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΒΙΒΛΙΩΝ


διαφήμιση στο αρμενικά

armenian community

Online Επισκέπτες

Έχουμε 7 επισκέπτες συνδεδεμένους